Το κείμενο γράφτηκε από τον Σαμ Σαμουηλίδη και δημοσιεύθηκε στις 3 Απριλίου 2021 στο διαδικτυακό περιοδικό ασσόδυο, στην ενότητα ημέρες κόβιντ / πανδημία και ασκήσεις ψυχικές.
Κελιά δίχως μπάρες
Άλλη μια Κυριακή.
Βάζω το μπρίκι στο μάτι και ανοίγω το ράδιο.
“Αγοράσαμε καινούργια περιπολικά. Οι πορείες κουβαλάνε ιό. 30 προσαγωγές και 300 διασωληνωμένοι.”
Αλλάζω συχνότητα.
Εκκλησιαστικά άσματα και ένας παπάς που ψέλνει. Αναρωτιέμαι αν ασχολείται κανείς με το φυγόδικο Παππά.
Αλλάζω συχνότητα.
Ανιαρό και ξεστρατημένο έντεχνο.
Αλλάζω συχνότητα
Κλασική ροκ. Η ίδια λίστα εδώ και χρόνια. Εργάζεται κανείς σε αυτό το σταθμό; Οταν η Γη καταστραφεί ολοσχερώς, θα παίζει ακόμη τα ίδια τραγούδια;
Ο καφες ξεχείλισε και εγώ ακόμα παλεύω με τις συχνότητες.
Θα πάρω καπουτσίνο απ’ έξω
Έχει και ήλιο, θα μου κάνει καλό.
Δεν υπάρχει κωδικός για ψυχική άσκηση. Συμβιβάζομαι με τη σωματική και αποφασίζω πως απο αύριο θα αποκηρύξω τον καρτεσιανό δυϊσμό.
Στέλνω τον κωδικό 6, και βγαίνω από το σπίτι.
Λένε πως η μερα ξεκινάει καλά αν ανταλλάσσεις χαμόγελα με τους περαστικούς. Κατεβάζω τη μάσκα και χαμογελάω σε έναν παππού.
Με διαολοστέλνει και συνεχίζω το δρόμο μου.
Μπαίνω στο μπαρ λίγο πάνω από την πλατεία.
Παίζει Τρύπες, οπότε αντί για καπουτσίνο παραγγέλνω μπύρα.
Τρία άτομα κάθονται στη μπάρα και με κόβουν από πάνω ως κάτω.
Αφού σιγουρεύονται πως δεν θα τους γράψω πρόστιμο ή δεν θα τους ρουφιανέψω, συνεχίζουν. Πίνουν βαριά ποτά και κάνουν βαριές κουβέντες.
“Θα φύγω από αυτή τη σχέση.”
“Θα φύγω από αυτή τη δουλειά.”
“Θα φύγω από αυτόν τον πλανήτη.”
Πίνω μια γουλιά από τη μπύρα και θυμάμαι πώς λέγαμε τα μπαρ με τους κακοπληρωμένους εργαζόμενους, τους μαφιόζους ιδιοκτήτες και τους νεκροζώντανους πελάτες. Τα μπαρ της αλλοτρίωσης.
Πίνω μια ακόμη γουλιά και σκέφτομαι πως μόλις ξανανοίξουν τα μπαρ, θα πηγαίνω μόνο σε αυτά που συμπεριφέρονται ως στέκια, καταφύγια και ορμητήρια.
Κατεβάζω μονορούφι την υπόλοιπη μπύρα και αποφασίζω πως κάτι εποχές σαν κι ετούτη πρέπει να αναλάβει η ποίηση τις ευθύνες της.
Αλλιώς θα καταλήξουμε όλοι απαθείς ή συλληφθέντες.
Παραγγέλνω άλλη μια, κάθομαι στη μπάρα, και συστήνομαι στους τρεις θαμώνες.
”Τι γεύση λέτε, να έχει η εξέγερση;”
…τι να τους έλεγα, πως είμαι ένας ακόμη πεσών του οκταώρου;