Η Ιωάννα Παρασκευοπούλου μελετά για την διδακτορική της διατριβή στη Γεωγραφία, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τις χωρικές ανισότητες στο Γ’ νεκροταφείο της Αθήνας και είναι μέλος της επιστημονικής επιτροπής του Οργανισμού Σημαντικών Κοιμητηρίων της Ευρώπης (Association of Significant Cemeteries of Europe). Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση και έχει μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολιτική Επιστήμη και Κοινωνιολογία (Πανεπιστήμιο Αθηνών)∙ στην Εκπαίδευση και στον Πολιτισμό (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο), όπου μελέτησε την ιστορία του Α’ νεκροταφείου της Αθήνας∙ και στη Δημόσια Ιστορία (Πανεπιστήμιο του Γιορκ), όπου μελέτησε τη διοίκηση βρετανικών ιστορικών κοιμητηρίων από ομάδες εθελοντών. Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται σήμερα στα δικαιώματα των νεκρών προσώπων, στις οικολογικές/φυσικές ταφές και στα πράσινα νεκροταφεία. Συνομιλούμε μαζί της με αφορμή το βιβλίο της ¨Το Ά Νεκροταφείο της Αθήνας, Ιστορικά Οράματα 1834 – 2013″, εκδόσεις Πόλις.
Συνέντευξη στην Έφη Παυλογεωργάτου.
Στο βιβλίο σας διατρέχετε την ιστορία του Α’ Νεκροταφείου των Αθηνών, μέσα από τις αποφάσεις του Δήμου Αθηναίων, του φορέα διαχείρισης του νεκροταφείου. Έτσι για πρώτη φορά αναδεικνύονται όχι μόνο τα επώνυμα ταφικά γλυπτά αλλά και άγνωστες ιστορίες ταφής.
Το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Αθηναίων, όπως και η πλειοψηφία των ‘πολιτικών’ αρχείων, φιλοξενεί τα μικρά/τοπικά μυστικά του κράτους – μαζί και την ιδεολογική και κοινωνική πλαισίωσή του. Από τη μία πλευρά, η έρευνα για το Α’ Νεκροταφείο στο αρχείο του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας αναδεικνύει πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες οργανώνεται, λειτουργεί και αξιοποιείται ο χώρος. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες αυτές πρακτικές βασίζονται σε πεποιθήσεις, οι οποίες και ακούγονται στις δημοτικές συνεδριάσεις. Η καταγραφή του λόγου των πολιτικών αντιπροσώπων/δημοτικών συμβούλων αναπαριστά τη ζωντανή πολιτική παρουσία σε έναν χώρο, στου οποίου τη βιωμένη καθημερινότητα η παρουσία αυτή είναι σχεδόν αδιόρατη.
Οι πρακτικές καθώς και οι ιδεολογικές πεποιθήσεις της διοίκησης ελάχιστα κωδικοποιούνται στα ταφικά μνημεία επιφανών νεκρών ή στα γλυπτά έργα για τα οποία είναι γνωστό το Α’ νεκροταφείο. Το ερώτημα, λοιπόν, που κάνει ουσιαστικά διαφωτιστική την έρευνα στο Δημοτικό Αρχείο είναι: πως επιλέγεται το που, πότε και γιατί θα λάβουν ή δεν θα λάβουν χώρα όλα αυτά; Το δεύτερο σκέλος της ερώτησης παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι απευθύνεται σε όλα εκείνα για τα οποία το Α’ νεκροταφείο δεν είναι διάσημο, αλλά ωστόσο υπάρχει για σχεδόν δύο αιώνες χάρη και σε αυτά.
Εντύπωση προκαλούν δύο διαμάχες που αφορούν τη διεκδίκηση από τους κληρονόμους του γλυπτού της Κοιμωμένης του Χαλεπά τη δεκαετία του ’50 και τα «Ανθρωπάκια του Γαΐτη» τη δεκαετία του ’90. Σε ποιον ανήκουν τελικά τα γλυπτά; Στον νεκρό; Στους συγγενείς που πλήρωσαν για το γλυπτό; Στον χώρο που φιλοξενείται το γλυπτό;
Είναι πράγματι απορίας άξιο σε ποιον ανήκει τελικά το μνημειακό περίβλημα του τάφου. Θεσμικά μιλώντας, ό,τι βρίσκεται εντός του νεκροταφείου ανήκει στο νεκροταφείο και ισχύει η λογική πως αν δεν υπήρχε ο συγκεκριμένος χώρος, δεν θα υπήρχαν εντός αυτού οι οποιεσδήποτε κατασκευές/μνημεία, απλοί σταυροί ή καλλιτεχνικά έργα.
Ωστόσο, η θεσμική οπτική δεν καλύπτει, πρώτον, την ηθική διάσταση του τάφου -υπό την έννοια ότι, ναι μεν χρειάζεται συγκεκριμένος χώρος για τον ενταφιασμό, από την άλλη δε, σε αυτόν τον χώρο τοποθετείται ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο σαφώς και έχει αυτόνομη αξία, η οποία και αποτυπώνεται στο μνημείο που σημειώνει τον ενταφιασμό του. Δεύτερον, δεν καλύπτει την υλική διάσταση του τάφου. Οι μόνιμοι τάφοι (βλ. περίπτωση Κοιμωμένη του Χαλεπά), όπως και οι προσωρινοί τάφοι (βλ. περίπτωση Ανθρωπάκια Γαΐτη), ανήκουν στο νεκροταφείο αποτελώντας άρα δημοτική περιουσία∙ όμως, το νεκροταφείο δεν κατασκεύασε τα επιτύμβια μνημεία με δικά του έξοδα. Αντιθέτως, οι συγγενείς είναι εκείνοι που πλήρωσαν για το μνημείο που τοποθέτησαν στον τάφο. Τρίτον, η θεσμική οπτική δεν ανταποκρίνεται ούτε και στην πρακτική διαχείριση του χώρου. Καθημερινά συντελούνται εκταφές από προσωρινούς τάφους και μέρος της κατασκευής ή ολόκληρο το μνημείο καταστρέφεται. Το νεκροταφείο σίγουρα λοιπόν δεν συντηρεί ανεξαιρέτως όλα τα ταφικά μνημεία που βρίσκονται εντός του. Τέλος, και η ίδια η συμβολική διάσταση του μνημείου είναι ευάλωτη. Το ταφικό μνημείο, είτε είναι περίτεχνο είτε πιο απλό, αποτελεί ένα σύμβολο∙ και υπ’ αυτήν την έννοια ανήκει τόσο στον εαυτό του όσο και σε όλη την πόλη, για όσο χρόνο η τελευταία αναγνωρίζει στην παρουσία του πρακτικές του πολιτισμού της.
Οι αντιφάσεις μεταξύ της θεσμικής και των υπολοίπων διαστάσεων του ταφικού μνημείου προφανώς και είναι ενδεικτικές των κανονιστικών κενών και πρακτικών ασυνεπειών που διατρέχουν συνολικά την οργάνωση του νεκροταφείου. Το γεγονός δε, ότι ακόμη και σήμερα η Κοιμωμένη εξακολουθεί να τελεί υπό καθεστώς πολιτι(στι)κής διαπραγμάτευσης είναι ενδεικτικό των συλλογικών αξιών που μεταφέρει το ταφικό μνημείο.
Η θέσπιση νόμων από την απριλιανή δικτατορία για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είχαν κυρίως ιδεολογικό ή οικονομικό πρόσημο; Κάνετε ιδιαίτερη μνεία για το ενδιαφέρον που επέδειξε η απριλιανή δικτατορία για τη θέσπιση νόμων που σχετίζονταν με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς εφόσον αυτοί στόχευαν κυρίως στην εξασφάλιση οικονομικών οφελών.
Η πολιτιστική προπαγάνδα της δικτατορίας είναι γνωστή∙ αυτό που δεν ήταν αυτονόητο είναι ότι, αφενός, είχε επίδραση και στον χώρο του νεκροταφείου και, αφετέρου, πως αυτό δεν έγινε μόνο για ιδεολογικούς σκοπούς (π.χ. προγονολατρεία), αλλά και για οικονομικούς. Συγκεκριμένα, οι σκοποί αυτοί σχετίζονται ευθέως με τον τουρισμό. Ως προς αυτό, είναι απόλυτα διαφωτιστική, πρώτον, η χρήση του όρου «κοιμητήριο» στον αναγκαστικό νόμο του ‘68, όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς (cemetery). Δεύτερον, η προσθήκη νέων οδηγιών σχετικά με τη χωροθέτηση των νεκροταφείων, για τη σύσταση των οποίων απαιτείται πλέον η γνώμη του ΕΟΤ. Τρίτον, η απαγόρευση οποιασδήποτε μετακίνησης επιτύμβιων μνημείων εκτός νεκροταφείου, η οποία κανονικοποίησε τη λειτουργία του νεκροταφείου και ως γλυπτοθήκης. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις ευρωπαϊκές οδηγίες περί πολιτιστικής κληρονομιάς στις αρχές του ’70 και της περιπέτειας της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, δίνουν μια νέα διάσταση στο Α’ νεκροταφείο.
Το Α’ νεκροταφείο της Αθήνας βρίσκεται πολύ κοντά στο τουριστικό κέντρο της πόλης και είναι ο μόνος δημόσιος-ανοιχτός χώρος της Ελλάδας με τόσα πολλά γλυπτά έργα και με τόσο μεγάλο πλήθος επιφανών νεκρών. Προφανώς, λοιπόν, και η ανάδειξη της πολιτιστικής του κληρονομιάς και η περαιτέρω τουριστική αξιοποίησή του θα μπορούσε να επιφέρει πολλαπλά οικονομικά οφέλη τόσο στον ίδιο τον Δήμο, όσο και στην τριγύρω περιοχή. Αυτή η στρατηγική πέτυχε μερικώς. Ο νόμος του ’68, απαγορεύοντας τη μετακίνηση των γλυπτών μνημείων εκτός νεκροταφείου, προφανώς και διατήρησε, αν όχι πολλαπλασίασε, τις αξίες γης στο Α’ κοιμητήριο -άρα και τα έσοδα του Δήμου από αυτό. Η τουριστική αξιοποίηση του Α’ από την άλλη πλευρά, αποτελεί μέχρι σήμερα θέμα ‘ταμπού’∙ και αυτό, όχι επειδή οροθετήθηκε από τη χούντα, αλλά επειδή το νεκροταφείο, καλώς ή κακώς, δεν έχει βρει ακόμη τις κατάλληλες ισορροπίες μεταξύ των διαφορετικών πρακτικών που επιτελούνται εντός του (π.χ. μεταξύ τουριστικής επίσκεψης με έμφαση στα αξιοθέατα μνημεία μη οικείων προσώπων και της συναισθηματικής επίσκεψης με έμφαση στο οικείο μνημείο και στην προσωπική απώλεια).
Την ίδια στιγμή που η «εθνική ιστορία» αποσιωπάται, για παράδειγμα λόγω του οικονομικού αντιτίμου για την ταφή μνήματα προσφύγων βρίσκονται κυρίως στο Προτεσταντικό τμήμα, το νεκροταφείο αποτελεί για την πολιτική εξουσία «έναν οργανικό χώρο άσκησης ελέγχου». Μήπως οι επιλογές στο ποιοι θα κηδευτούν δωρεάν «τιμής ένεκεν», ποιοι θα μεταφερθούν στα οστεοφυλάκια, ποιοι θα μνημονευτούν από την περίοδο του Εμφυλίου αποτελούν στοιχεία μιας πολιτικής διαχείρισης της μνήμης και λήθης των νεκρών;
Το νεκροταφείο είναι συγχρόνως τόπος μνήμης κάποιων και τόπος λήθης άλλων. Ο διαχωρισμός των τάφων σε μόνιμους και τριετείς συστηματοποιεί χωρικά το αντίστοιχο καθεστώς μνήμης και λήθης εντός του νεκροταφείου. Η πολιτική εξουσία ορίζει τον χώρο ενταφιασμού σύμφωνα με το οικονομικό αντίτιμο που θα πληρωθεί, όπου οι προσωρινοί τάφοι είναι πολύ πιο οικονομικοί από τους μόνιμους, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις σύμφωνα και με το πρόσωπο που πρόκειται να ενταφιαστεί (π.χ. δωρεάν «τιμής ένεκεν» ταφές). Στη συνέχεια, τα θεματικά οστεοφυλάκια του Α’ νεκροταφείου, το στρατιωτικό και εκείνο των καλλιτεχνών, επιβεβαιώνουν, μέσα από τη συγκέντρωση σε αυτά των λιγότερο επιφανών στρατιωτών και καλλιτεχνών, την ευρύτερη επιμεριστική λογική που επικρατεί στο Α’. Αν στα παραπάνω δεδομένα προστεθούν και τα δημόσια μνημεία που έχουν τοποθετηθεί στο νεκροταφείο, όπως για παράδειγμα τα έργα των Φερεντίνου (Μαυσωλείο πεσόντων αξιωματικών) και Βαλσάμη (Μάνα της Κατοχής) στην κεντρική πλατεία, τα οποία υποστηρίζουν ένα συγκεκριμένο ιστορικό αφήγημα: τη θυσία ανδρών και γυναικών κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, γίνεται αισθητό πως το τι, ποιους και πως μνημονεύουμε εντός του Α’ νεκροταφείου μόνο τυχαίο δεν είναι.
Τα υλικά τεκμήρια, τα μνημεία εντός του νεκροταφείου λένε συγκεκριμένες ιστορίες∙ οι ιστορίες αυτές δεν είναι ουδέτερες, ούτε και ιδανικές. Κάθε άλλο, πρόκειται για ιστορίες που υποστηρίζονται από υλικές κατασκευές, μνημεία που αντέχουν στον χώρο/χρόνο και για λόγους που ο Δήμος και η Πολιτεία έχουν ορίσει. Υπ’ αυτό το πρίσμα το νεκροταφείο αποτελεί οργανικό χώρο άσκησης ελέγχου από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας. Ο έλεγχος αυτός αφορά κυρίως αυτό που πρέπει να θυμόμαστε και εκείνο που μπορούμε απλά να ξεχάσουμε εντός του νεκροταφείου. Και εδώ φαίνεται και η ιστορική αξία του Αρχείου, σε αντιδιαστολή με εκείνη του υλικού μνημείου, καθώς η πρώτη είναι που αποκαλύπτει την υποδομή του καθεστώτος επιλεκτικής μνήμης/λήθης∙ υπονοώντας παράλληλα πως ό,τι αποσιωπάται, δεν βλέπουμε ή δεν επιβιώνει εντός του Α’ νεκροταφείου δεν σημαίνει πως είναι αμελητέο ή ανάξιο μνήμης, και αντιστρόφως.
Αναφέρεστε στην πρώτη και τελευταία απόφαση για κατεδάφιση του ταφικού μνημείου του Αλβανόπουλου το 1946 ως μέρος της εξαγγελίας της τιμωρίας των συνεργατών των δυνάμεων κατοχής και της δικαίωσης των λαϊκών συναισθημάτων, η οποία εντέλει δεν υλοποιήθηκε.
Ο συγκεκριμένος τάφος κατασκευάστηκε το 1942, βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του Α’ νεκροταφείου, και λίγα χρόνια μετά, το ’46, χαρακτηρίστηκε σε δημοτική συνεδρίαση ως «προκλητικός ουρανοξύστης». Προκλητικός επειδή κατασκευάστηκε την περίοδο της Κατοχής και ουρανοξύστης επειδή όντως, συγκριτικά με το υπόλοιπα, μοιάζει με ουρανοξύστη. Νομίζω πως αυτό που έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι το ίδιο το γεγονός ότι σε περίοδο Εμφυλίου το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας ασχολείται με έναν τάφο στο Α’ νεκροταφείο, ο οποίος και προτείνεται να γκρεμιστεί παρά το γεγονός ότι τελικά ποτέ δεν γκρεμίστηκε. Σημασία εδώ έχει επίσης και ο αριθμός –ένας, και αυτό γιατί προφανώς και δεν πρόκειται για τον μοναδικό ‘ένοχο’ τάφο. Ωστόσο, αυτός μόνο στιγματίστηκε από το δημοτικό συμβούλιο, απο-στιγματίζοντας συμβολικά την πολιτική αρχή της πόλης, εκπρόσωποι της οποίας είχαν εξίσου ‘ύποπτο’ παρελθόν.
Όλο αυτό το ιδεολογικό παιχνίδι είναι τρομερά ενδιαφέρον ακριβώς επειδή αφορά έναν ιδιωτικό τάφο και όχι ένα δημόσιο μνημείο, και επειδή επιτελείται σε ένα νεκροταφείο και όχι σε κάποια πλατεία. Βρίσκω λοιπόν διαφωτιστικό αυτό το περιστατικό, όχι τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για τον ίδιο τον χειρισμό του εκ μέρους του δημοτικού συμβουλίου∙ και, υπ’ αυτήν την έννοια, θεωρώ πως λέει πολλά περισσότερα για τους ζωντανούς που θεώρησαν αυτόν τον τάφο άξιο πολιτικού λόγου, παρά για τον όποιον νεκρό ‘ένοχο’. Το γεγονός δε ότι τελικά τίποτα δεν έγινε, το μνημείο εξακολουθεί να υπάρχει, αποδεικνύει και την ειρωνεία του πολιτικού παιχνιδιού και αυτό νομίζω αρκεί για να αποδείξει πως ακόμη και το Α’ νεκροταφείο της Αθήνας, το πιο συστηματικά οργανωμένο αλλά και ωραιοποιημένο νεκροταφείο της χώρας, έχει κάτι περίεργο και άναρχο – έχει τη δική του δυναμική.
Ποιες πολιτικές και θρησκευτικές αξίες αναδεικνύουν τα επιτύμβια επιγράμματα στο εβραϊκό και στο προτεσταντικό τμήμα του νεκροταφείου;
Το Α’ νεκροταφείο της Αθήνας, όπως και τα περισσότερα παλιά (ιδρυθέντα τον 19ο αι. – και τα μέσα του 20ου αι.) κοιμητήρια, διαθέτει έναν πλούσιο επιγραφικό κόσμο. Οι άνθρωποι των δύο προηγούμενων αιώνων έλεγαν πολλά περισσότερα για τους νεκρούς τους από ότι επιγραφικά μνημειοποιείται σήμερα. Το εβραϊκό τμήμα του Α’ νεκροταφείου λειτούργησε λίγο παραπάνω από έναν αιώνα, 1844-1959, και οι ενεπίγραφοι τάφοι του αναδεικνύουν την ποίηση ως καθοριστικό στοιχείο της νεκρολογίας. Όλο αυτό έχει να κάνει και με την ατμόσφαιρα της εποχής για την οποία μιλάμε (τα σύγχρονα εβραϊκά επιτύμβια επιγράμματα είναι κατά κανόνα λιτά και σύντομα). Η αποπροσωποίηση σχετίζεται, αφενός, με την επιδίωξη της καθολικότητας της επιτάφιας ποίησης. Αφετέρου, δεν εξαντλείται σε αυτή από τη στιγμή που προσωπικά στοιχεία (π.χ. επάγγελμα), εξακολουθούν να μην αναφέρονται σε επιτύμβια επιγράμματα Εβραίων. Γίνεται έτσι φανερό πως οι επιγραφές στο εβραϊκό τμήμα είναι ενδεικτικές και των θρησκευτικών πεποιθήσεων περί θανάτου, κυρίως της ταπεινότητας που περιβάλλει την υποδοχή του.
Το προτεσταντικό τμήμα, από την άλλη πλευρά, λειτουργεί επίσημα από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι σήμερα και εμφανίζεται ως το πιο νεωτερικό τμήμα του Α΄ νεκροταφείου. Εδώ βλέπουμε πολιτικές και θρησκευτικές αξίες να μεταγλωττίζονται επιγραφικά και να συνθέτουν από κοινού την ιστορία της προτεσταντικής παρουσίας στην Αθήνα. Η τελευταία έχει συνδεθεί με τη μοναρχία, την αρχαιοφιλία, τον φιλελληνισμό, τους συμμάχους, τον φιλελευθερισμό και γενικότερα την Δύση και τους ‘καλούς’ ξένους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιγραφές σε τάφους Σμυρνιών προσφύγων λαμβάνουν άλλο πρόσημο και αξία. Στο προτεσταντικό τμήμα βρίσκουμε συγκεντρωμένες επιγραφές με αναφορά στη Σμύρνη και τον ξεριζωμό, γεγονός που δεν έχει πιστοποιηθεί επιγραφικά σε άλλα τμήματα του Α’ νεκροταφείου. Και για αυτόν ακόμη τον λόγο το Α΄ νεκροταφείο εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Οι Ορθόδοξοι νεκροί πρόσφυγες σαφώς και δεν είχαν στην πλειοψηφία τους την ίδια αντιμετώπιση με τους Προτεστάντες νεκρούς πρόσφυγες, και αυτό κυρίως επειδή οι τελευταίοι δεν ανήκαν στον εθνικό πυρήνα, αλλά στους ‘ξένους’ – στην προτεσταντική κοινότητα της Αθήνας, η οποία και είχε δικαίωμα να ενταφιάσει όποιον πιστό της ήθελε (ανεξαρτήτως καταγωγής) στο τμήμα της στο Α’, το οποίο και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διαθέτει τους πιο οικονομικούς, σε σχέση με το καθεστώς διάρκειάς τους, τάφους του νεκροταφείου.
Η συνύπαρξη ορθόδοξου προτεσταντικού και εβραϊκού νεκροταφείου αναδεικνύει και τις διαφορές στα ταφικά έθιμα. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ότι οι Εβραίοι θάβονται σε άμεση επαφή με το χώμα, χωρίς φέρετρο.
Τα εβραϊκά έθιμα ταφής, εξαιτίας του ότι ελάχιστα έχουν ουσιωδώς παραποιηθεί, αποτελούν σημαντικό άυλο πολιτιστικό στοιχείο της ιστορικότητας του εβραϊκού δόγματος. Η μη χρήση φέρετρου, το γεγονός ότι εντός του νεκροταφείου κυριαρχεί η αίσθηση του απόκοσμου λόγω της απουσίας λουλουδιών, καντηλιών, φωτογραφιών και άλλων αντικειμένων που επιμαρτυρούν τη ζωντανή παρουσία, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των εθιμοτυπικών χρήσεων του χώρου. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την απόλυτη απαγόρευση της εκταφής ή της οποιασδήποτε ενόχλησης του νεκρού, συνθέτουν από κοινού την αντίληψη της ιερότητας του νεκρού προσώπου και του χώρου που το φιλοξενεί – του νεκροταφείου. Το γεγονός ότι αυτή η πεποίθηση εξωτερικεύεται μέχρι σήμερα μέσα από συγκεκριμένες υλικές/χωρικές πρακτικές είναι που κάνει πιο αισθητές και τις διαφορές ως προς τα υπόλοιπα θρησκευτικά δόγματα.
Παρά τη σημασία που φαίνεται να επιδεικνύει ο δήμος για τη διαχείριση του νεκροταφείου, πώς εξηγείτε ότι η πρώτη διεπιστημονική ημερίδα πραγματοποιείται μόλις το 2000, ενώ η πρώτη και ουσιαστικότερη μουσειολογική μελέτη μόλις το 2004;
Αν σκεφτούμε πότε πεζοδρομήθηκε η Ερμού ή πότε ξεκίνησαν τα μαζικά πολιτιστικά φεστιβάλ στην Αθήνα, τότε σίγουρα δεν έχει αργήσει και τόσο η πολιτιστικοποίηση του Α’ νεκροταφείου! Αν δε, σε όλο αυτό προσθέσουμε και το γεγονός ότι πρόκειται για ένα, κατά κύριο λόγο, Χριστιανορθόδοξο νεκροταφείο, όπου σχεδόν πουθενά στον κόσμο τα Χριστιανορθόδοξα νεκροταφεία δεν αντιμετωπίζονται από τους υπεύθυνους και τους χρήστες τους ως κάτι διαφορετικό ή παραπάνω από (ιερούς) χώρους ταφής, τότε μάλλον πρόκειται για πρωτοπορία το γεγονός ότι πριν από περίπου 30 χρόνια ο Δήμος Αθηναίων ενδιαφέρθηκε για την πολιτιστική αξιοποίηση του Α’ νεκροταφείου.
Ήδη από τη δεκαετία του ’90 ο Δήμος είχε αρχίσει να αναδεικνύει την πολιτιστική αξία του Α’ νεκροταφείου της Αθήνας και όντως υπήρξαν πρόσωπα, υπάλληλοι σε διάφορους φορείς του Δήμου, οι οποίοι μαζί με σχετικούς επιστήμονες, επεδίωξαν από κοινού και ως έναν βαθμό κατόρθωσαν να διασώσουν μέρος του μνημειακού πλούτου του Α’. Προχωρώντας προς το σήμερα, και ειδικά την προηγούμενη δεκαετία, η εκστρατεία της πολιτιστικής ανάδειξης του νεκροταφείου πάγωσε. Η οικονομική κρίση προφανώς και παίζει ρόλο, όμως δεν νομίζω πως το Α’ νεκροταφείο δεν έγινε κάτι πολιτιστικά αντίστοιχο διάσημων ιστορικών νεκροταφείων της Ευρώπης μόνο για αυτό. Ο λόγος όχι που άργησε, αλλά, που δεν απέδωσε ή δεν ολοκληρώθηκε η πολιτιστικοποίηση του Α΄ νεκροταφείου έχει να κάνει και με το ότι το ίδιο το νεκροταφείο δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα τέτοιο κοινωνικό άνοιγμα. Και αυτό διότι, αφενός, δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία και τεχνογνωσία για το πώς, για παράδειγμα, μπορεί να λειτουργήσει ένα μουσείο εντός του Α’ ενώ δίπλα λαμβάνουν χώρα επιμνημόσυνες τελετές. Αφετέρου, διότι οι υπάρχουσες δομές του δημοτικού νεκροταφείου είναι αντικειμενικά αδύναμες. Συγκεκριμένα επειδή, πρώτον, το νεκροταφείο ανήκει σε ένα και μόνο διοικητικό σώμα και, δεύτερον, δεν είναι οικονομικά αυτόνομο.
Το νεκροταφείο χρησιμοποιείται από μεγάλο αριθμό πολιτών και συγχρόνως λαμβάνει πολλών και διαφόρων ειδών έσοδα. Ούτε οι μεν ούτε και τα δε, όμως, έχουν παρουσία, λόγο στη διακυβέρνησή του. Το να γίνονται, λοιπόν, επιστημονικές ημερίδες, μουσειολογικές μελέτες και αναστυλώσεις μνημείων όταν οι άνθρωποι και τα χρήματα του νεκροταφείου παραμένουν αφανή, μοιραία και οδηγεί στο να εμφανίζονται αυτές οι, κατά τα άλλα θεμιτές, πρακτικές ως αδιάφορες, ανολοκλήρωτες και με επισφαλή νομιμοποίηση – ήτοι, αδύναμες να συνθέσουν μια αποτελεσματική πολιτιστική ανάδειξη του Α’ νεκροταφείου της Αθήνας.
Θα ήθελα τέλος να αναφερθείτε στις αγαπημένες σας γωνίες στο νεκροταφείο.
Κατά καιρούς αλλάζουν τα αγαπημένα μου μέρη στο Α’ νεκροταφείο και αυτό έχει να κάνει και με το γεγονός ότι και το ίδιο το νεκροταφείο αλλάζει. Μία περιοχή του Α’ που παραμένει αγαπημένη, είναι ο λόφος πίσω από την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων (στην κεντρική πλατεία). Εκεί βρίσκεται ο τάφος του Σλήμαν, η Κοιμωμένη του Μπονάνου, το μαυσωλείο Ζωγράφου με τις ετοιμόρροπες σιδεριές και μεταξύ τους πλήθος άλλων μνημείων που μεταφέρουν μια νοσταλγική εικόνα της παλιάς Αθήνας. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου και η πιο ουτοπική γωνιά του Α΄ νεκροταφείου, η εικόνα ενός χαμένου, ωραίου κόσμου. Προχωρώντας από εκεί πάνω στο βάθος δεξιά, βρίσκεται ένας άλλος, κρυφός από την κεντρική είσοδο, λόφος. Εκεί είναι ο τάφος του Ζαχαριάδη, τάφοι λαϊκών τραγουδιστών, αρκετοί σύγχρονοι και συνηθισμένοι τάφοι και, προς το τέλος, κάποιοι ανοιχτοί-κενοί τάφοι. Αυτή η μικρή περιοχή με τα χώματα και τα ασαφή όρια μου φαίνεται ως η πιο έντονη δυστοπία του Α’, και με συγκινεί στον βαθμό που αποτελεί τη μόνη επιβίωση του τώρα σε ένα παλιό νεκροταφείο, αλλά και στον βαθμό που αποτελεί τη μόνη ά-σχημη, μη σχηματοποιημένη, εικόνα του πιο διάσημου νεκροταφείου της χώρας.
Το απρόβλεπτο αυτό κενό με τα μισοσπασμένα μάρμαρα και τα χώματα αποτελεί και τη μόνη οπτική γέφυρα μεταξύ του Α’ και όλων των άλλων, συνηθισμένων νεκροταφείων. Και αν μέχρι και στο Πρώτο νεκροταφείο της Αθήνας ο θάνατος λαμβάνει αυτή τη μορφή, τότε τι γίνεται στο δεύτερο, τρίτο ή εκατοστό νεκροταφείο – σε όλα εκείνα τα μέρη όπου δεν υπάρχει κανένας διάσημος καλλιτέχνης, πολιτικός, διανοούμενος ή επιφανής πολίτης και καμία Κοιμωμένη για να διακυβεύσει την αξία του και να διεκδικήσει την προσοχή της πόλης;
Σε αυτό το σημείο γίνεται αισθητό πως το Α’ νεκροταφείο της Αθήνας προφανώς και αξίζει την μυθολογία και την πολιτιστική ανωτερότητα που του έχει αποδοθεί∙ αρκεί, βέβαια, και το ίδιο να λειτουργήσει ως όραμα για τη βελτίωση όσων νεκροταφείων δεν του μοιάζουν παρά μόνο στη δυστοπία του.