Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει το 1964, στην «ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ», που αποτελεί τον πρόλογο της ποιητικής συλλογής του «Νικηφόρος Βρεττάκος – Εκλογή»:
Στα 1954 ο Ρόμπερτ Οππενχάϊμερ ο σοφός κατασκευαστής της ατομικής βόμβας, βασανίζεται από τρομαχτικές τύψεις. «Εγώ έγινα ο θάνατος, εγώ έγινα η καταστροφή» μονολογεί. Δηλαδή έγινε η αρχή της καταστροφής, γιατί τα μέσα της καταστροφής τελειώνονται και η ενδεχόμενη καταστροφή θα μπορούσε να προβλέψει κανείς πως δε θάφηνε πάνω στον πλανήτη μας την ευθύνη να μονολογεί. Έγραψα το ποίημα «στον Ρόμπερτ Οππενχάϊμερ». Το θέμα βγήκε από μέσα μου. Έχασα κάμποσα κιλά από το βάρος μου στο διάστημα αυτού του διαλόγου, που, άσχετα με το τι βγήκε το ποίημα, μέσα μου ήταν σπαραχτικός. Εκείνες τις ημέρες η φωτογραφία του μας κοιτούσε συμπαθητικά απ’ όλες τις εφημερίδες. Εγώ γράφοντας, είχα μπροστά μου μια έγχρωμη φωτογραφία του -στο εξώφυλλο των βδομαδιάτικων «Τάϊμς» της Νέας Υόρκης- που έδειχνε το πρόσωπό του ποτισμένο από βαθειά θλίψη. Νόμιζα πως τόσο λυπημένο πρόσωπο δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Και νομίζω πως τόση κατανόηση και τόση αγάπη, δεν έχω δείξει ποτέ για καμμιά άλλη θλίψη. Τον κοιτούσα ωστόσο και τον κατηγορούσα με πάθος. Κι’ επειδή η συγνώμη δεν ήταν στο χέρι μου, κατηγόρησα και τον εαυτό μου για να μην τον πικράνω και, δεν αποκλείεται, μπορεί δίκαια και αυτόν να τον κατηγόρησα. Γράφοντάς το., ήξερα ποια ήταν η αρχή αυτού του ποιήματος. Στην ίδια μελέτη που είχα γράψει για το φως, μιλούσα και για τη δύναμη που θα παραγόταν αν μπορούσε να διασπαστεί ένα άτομο της ύλης. Και με τη βοήθεια της δύναμης αυτής, ονειρευόμουνα την ανθοφορία του κόσμου, κι’ όχι την καταστροφή της Χιροσίμα ή του ίδιου του κόσμου. Το θέμα βγήκε απ’ αυτή την παιδική πληγή.
6 Αυγούστου του 1945: Ρίψη ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα – 9 Αυγούστου του 1945 στο Ναγκασάκι.
«Φίλε Ὀπενχάϊμερ,
λάβαμε
τίς τελευταῖες εἰδήσεις σας.
Φορτωμένα τίς μέρες αὐτές, τά ἑρτζιανὰ και οἱ ἀσύρματοι
πᾶνε καί φέρνουν, σ’ ὅλο τόν κόσμο, τή σιωπή καί τή θλίψη σας.
Καί μεῖς, ἄνθρωποι ἁπλοί, ὅπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πώς ὁ πόνος κατοικεῖται ἀπό τό Θεό,
σηκωθήκαμε ὀρθοί καί κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτῶν μπρός στή θλίψη σας
μέ σκυμμένα τά πρόσωπα
καί σταυρωμένα τά χέρια μας.
Ἀλλά, φίλε Ὀπενχάϊμερ, ὄχι·
δέν προσθέσατε τίποτα στήν καρδιά μας. Ἡ πράξη σας
ἔμεινε πράξη. Ἡ σελίδα σας ἔκλεισε.
Τ’ ἀνάλαφρο σάν ἀστέρι ὄνομά σας
ἔγινε στάχτη στή Χιροσίμα.
Σέ τί θά ὠφελοῦσε ν’ ἀφήσουμε τώρα
τήν καρδιά μας ἀδέσποτη κάτω ἀπ’ τά δάκρυά σας;
Σέ τί θά ὠφελοῦσε νά κάτσουμε δίπλα σας
ἀντίκρυ στό σύμπαν; Σᾶς παραδίνουμε στή
μακροθυμία τῶν αἰώνων κι εὐχόμαστε
ν’ ἀξιωθεῖτε τή χάρη της…»
Τί νά σᾶς κάνουμε; Ποῦ
νά σᾶς κρύψουμε; Ὅπου
κι ἄν σᾶς βάλει κανεὶς
σάν πύργος πανύψηλος
θά κρύβετε πάντοτε
ἕνα μέρος τοῦ ἥλιου.