Η έκθεση της Global Witness δείχνει δραματική αύξηση στις δολοφονίες υπερασπιστών της γης και του περιβάλλοντος.
Η πρόσφατα έκθεση που δημοσίευσε η Global Witness «Last Line of Defence» (Τελευταία Γραμμή Άμυνας) εγείρει μία προειδοποίηση: η ανεύθυνη εκμετάλλευση και η απληστία που προκαλούν την κλιματική κρίση οδηγούν επίσης στη βία κατά των υπερασπιστών της γης και των κοινών.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 2020 ήταν η πιο θανατηφόρα χρονιά για τους ανθρώπους που υπερασπίζονται τα σπίτια, τη γη, τα μέσα διαβίωσης και τα οικοσυστήματά τους.
227 υπερασπιστές σκοτώθηκαν παγκοσμίως (212 το 2019), τρεις στους τέσσερις (165) στη Λατινική Αμερική, όπου επιβεβαιώνεται ότι είναι η πιο επικίνδυνη ήπειρος για όσους υπερασπίζονται τα κοινά. Αυτό σημαίνει ότι περισσότεροι από 4 άνθρωποι σκοτώνονται κατά μέσο όρο κάθε εβδομάδα.
Η έκθεση σημειώνει επίσης ότι οι υπερασπιστές υπέστησαν μια σειρά μη θανατηφόρων επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων συλλήψεων, εκστρατειών δυσφήμησης, απειλών, παρενόχλησης, παρακολούθησης, σεξουαλικής βίας και αγωγών.
Λατινική Αμερική, η πιο επικίνδυνη
Η Κολομβία (65), το Μεξικό (30) και οι Φιλιππίνες (29) είναι οι χώρες με τους περισσότερους υπερασπιστές της γης και των κοινών που σκοτώθηκαν, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το ήμισυ του συνόλου που καταγράφηκε.
Στην Κολομβία, το ένα τρίτο αυτών των επιθέσεων ήταν κατά ιθαγενών και ατόμων αφρικανικής καταγωγής, και σχεδόν οι μισές ήταν εναντίον ατόμων που ασχολούνται με τη γεωργία μικρής κλίμακας. Οι αριθμοί αυτοί προκύπτουν μέσα σε ένα πλαίσιο συστηματικών επιθέσεων κατά κοινωνικών ηγετών και πρώην μαχητών που υπέγραψαν την ειρηνευτική συμφωνία.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελετών για την Ανάπτυξη και την Ειρήνη (Indepaz), από την υπογραφή της συμφωνίας (2016), 1231 ηγέτες (116 το 2021) και 285 πρώην μαχητές των FARC-EP (επαναστατικές ένοπλες δυνάμεις της Κολομβίας) (36 το 2021) έχουν δολοφονηθεί.
Το Μεξικό αποδείχθηκε μία από τις χώρες με την υψηλότερη αύξηση στις δολοφονίες υπερασπιστών σε σύγκριση με το 2019. Η υλοτομία συνδέθηκε με σχεδόν το ένα τρίτο αυτών των επιθέσεων και οι μισές από όλες τις επιθέσεις έγιναν εναντίον ιθαγενών κοινοτήτων. Το 95% αυτών των περιπτώσεων παραμένουν ατιμώρητες.
Η Βραζιλία (20), η Ονδούρα (17), η Δημοκρατία του Κονγκό (15) και η Γουατεμάλα (13) είναι οι χώρες με τον υψηλότερο απόλυτο αριθμό υπερασπιστών που σκοτωθηκαν μετά την Κολομβία, το Μεξικό και τις Φιλιππίνες. Ωστόσο, αν υπολογίσουμε τον αριθμό των δολοφονιών κατά κεφαλήν, η Νικαράγουα (12), η Ονδούρα, η Κολομβία και η Γουατεμάλα βρίσκονται στην κορυφή της λίστας.
Περισσότερο από το ένα τρίτο των θανατηφόρων επιθέσεων σχετίζονται με την εκμετάλλευση των πόρων (υλοτομία, εξόρυξη και μεγάλης κλίμακας γεωργικές επιχειρήσεις), υδροηλεκτρικά φράγματα και άλλες υποδομές. Η υλοτομία ήταν ο τομέας με τον υψηλότερο αριθμό θανάρων (23), ακολουθούμενος από τη γεωργική βιομηχανία και την εξόρυξη (17).
Η Global Witness σημειώνει ότι η γεωργική δραστηριότητα και η εξόρυξη έχουν συνδεθεί με ποσοστό άνω του 30% όλων των δολοφονιών που έχουν καταγραφεί από το 2015, από την οργάνωση, η οποία εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ένα άλλο πολύ ανησυχητικό γεγονός είναι ότι, για άλλη μια φορά, οι αυτόχθονες πληθυσμοί είναι τα κύρια θύματα. Αν και αντιπροσωπεύουν μόλις το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, περισσότερες από το ένα τρίτο των θανατηφόρων επιθέσεων έγιναν εναντίον τους, ιδιαίτερα στο Μεξικό, την Κεντρική Αμερική, τη Νότια Αμερική και τις Φιλιππίνες.
Από τις 227 δολοφονίες υπερασπιστών που καταγράφηκαν από τη Global Witness, 226 σημειώθηκαν στον Παγκόσμιο Νότο. Κατά την περίοδο από τότε που η Global Witness άρχισε να συλλέγει δεδομένα, λιγότερο από ένα τοις εκατό όλων των θανατηφόρων επιθέσεων που καταγράφηκαν, έγιναν στον Παγκόσμιο Βορρά.
Η πραγματική κλίμακα του προβλήματος
Η Global Witness προειδοποιεί στην έκθεσή της ότι όλα αυτά τα δεδομένα δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική κλίμακα του προβλήματος, καθώς σε ορισμένες χώρες η κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι υπερασπιστές είναι δύσκολο να μετρηθεί.
Υπό αυτήν την έννοια, οι περιορισμοί στην ελευθερία του Τύπου, καθώς και η απουσία ανεξάρτητων αρχείων για τις επιθέσεις κατά υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οδηγούν σε ελλιπή αναφορά. Όλα αυτά, λέει η Global Witness, σημαίνουν ότι τα στοιχεία που δημοσιεύονται στην έκθεση είναι υποτιμημένα και ότι η κλίμακα του προβλήματος είναι πολύ μεγαλύτερη.
Η ευθύνη των επιχειρήσεων
«Πολλές εταιρείες εμπλέκονται σε ένα εξορυκτικό οικονομικό μοντέλο που δίνει συντριπτική προτεραιότητα στο κέρδος σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον. Αυτή η ανεύθυνη εταιρική εξουσία είναι η υποκείμενη δύναμη που όχι μόνο έφερε την κλιματική κρίση στο χείλος της κατάρρευσης, αλλά διαιωνίζει τις δολοφονίες υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», αναφέρει η έκθεση.
«Σε πολλές χώρες πλούσιες σε φυσικούς πόρους και σε βιοποικιλότητα ευαίσθητη στην κλιματική αλλαγή, οι εταιρείες λειτουργούν σχεδόν ατιμώρητες. Σε ένα πλαίσιο όπου η ισορροπία της εξουσίας κλίνει υπέρ των εταιρειών, είναι σπάνιο να συλλαμβάνεται ή να οδηγείται κανείς στη δικαιοσύνη για τη δολοφονία υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», προσθέτει.
Και όταν συμβαίνει αυτό, είναι συνήθως οι δράστες του εγκλήματος που καταλήγουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου, παρά οι υπεύθυνοι και οι εγκέφαλοι που, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, μένουν ατιμώρητοι.
«Όσο περισσότερη γη αρπάζεται και περισσότερα δάση αποψιλώνονται δίνοντας προτεραιότητα στα βραχυπρόθεσμα κέρδη, τόσο η κλιματική κρίση καθώς και οι επιθέσεις στους υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα επιδεινώνονται.
Ενώ μία από τις προτάσεις της έκθεσης αφορά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ετοιμάζει να δημοσιεύσει μία δεσμευτική νομοθεσία, η οποία θα αφορά και τη Βιώσιμη Εταιρική Διακυβέρνηση. Πρέπει να διασφαλίσουν ότι αυτή η πρωτοβουλία απαιτεί από όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, να εντοπίσουν και να αντιμετωπίσουν τις ανθρώπινες και περιβαλλοντικές βλάβες κατά μήκος των αλυσίδων αξίας τους. Αυτή η νομοθεσία πρέπει να περιλαμβάνει αυστηρό καθεστώς ευθύνης και κυρώσεων ώστε να λογοδοτούν οι εταιρείες για τις παραλείψεις τους.
Οι κυβερνήσεις μπορούν να ανακόψουν την κλιματική κρίση και να διαφυλάξουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, προστατεύοντας την κοινωνία των πολιτών και περνώντας νόμους για να καταστήσει τις εταιρείες υπόλογες για τις πράξεις και τα κέρδη τους», καταλήγει η Global Witness.
Πηγή: LINyM
Μετάφραση από τα αγγλικά/ Επιμέλεια: Pressenza Athens