Η ενεργειακή κρίση που βιώνουμε με την εκρηκτική άνοδο της τιμής των ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου, φυσικού αερίου) και της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, φέρνει εμφατικά στην επικαιρότητα την ανάγκη να σχεδιαστούν εφαρμοσμένες πολιτικές για την κλιματική και ενεργειακή μετάβαση, που θα διασφαλίζουν ταυτόχρονα και την ελαχιστοποίηση των κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων των μεγάλων αλλαγών που ανακύπτουν από τη ριζική αναδιαμόρφωση του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου.
Η κλιματική μετάβαση δημιουργεί νέα δεδομένα και προκλήσεις που επηρεάζουν σοβαρά τη λειτουργία όλων των τομέων της οικονομίας και των νοικοκυριών που καλούνται να προσαρμοστούν στις υπό διαμόρφωση συνθήκες. Από τη μία, λοιπόν, υπάρχει η επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων για το μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της και, από την άλλη, η ανάγκη διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας και της κοινωνικής συνοχής. Το ερώτημα, λοιπόν, που εγείρεται είναι, εάν οι δύο αυτές προκλήσεις είναι ανταγωνιστικές, σε ποιο βαθμό και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν με αμοιβαία ωφέλιμο τρόπο.
Στο άρθρο αυτό, που επικεντρώνεται στις δυνατότητες και προοπτικές της γεωργίας άνθρακα παρουσιάζονται προβληματισμοί και προτάσεις που αφορούν τον πρωτογενή τομέα της γεωργίας, με σκοπό την υιοθέτηση και εφαρμογή κατάλληλων συστημάτων, προκειμένου αυτός να ανταποκριθεί στη διπλή αυτή πρόκληση.
H διαχείριση του εδάφους και η ζωντανή βιομάζα συνιστούν τομείς με πολύ σημαντικές δυνατότητες σχετικά με τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου που δεν έχουν ωστόσο αναδειχθεί επαρκώς στη δημόσια συζήτηση για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης σε σύγκριση με άλλους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Δείτε ολόκληρη τη δημοσίευση εδώ.
* Ανάλυση του Χρίστου Τσαντήλα, Γεωπόνου, Δρ. Εδαφολογίας, πρ. Διευθυντή του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού (ΕΛΓΟ) ΔΗΜΗΤΡΑ
Παρατηρητήριο Βιώσιμης Ανάπτυξης & Ευημερίας του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ