Οι εντάσεις στην Ουκρανία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων συμμάχων τους, από την μία πλευρά, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, από την άλλη, αναπτύσσονται μέσα σε ένα πολύ σύνθετο πλαίσιο, όπου διάφοροι παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Υπάρχουν τα ζητήματα της ενεργειακής κρίσης και της σημασίας του ρωσικού αερίου για την Ευρώπη, της διαίρεσης της Ευρώπης σε Ανατολή και Δύση, της κρίσης στον αγγλοσαξωνικό κόσμο – στην Αγγλία μετά το Brexit και ειδικά στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει ένας αέρας σχεδόν εμφυλίου πολέμου. Αλλά ας δούμε ποιο είναι ίσως το κεντρικό σημείο: η επέκταση του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία έχει δηλώσει ότι δεν έχει πρόθεση να καταλάβει την Ουκρανία, αλλά επιθυμεί εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνθεί, στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν αρνητικά. Αλλά ας δούμε εν συντομία πώς προέκυψε αυτή η κατάσταση.
Στις 4 Απριλίου 1949 ιδρύθηκε το ΝΑΤΟ με σκοπό την υπεράσπιση του Δυτικού κόσμου από την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και των κρατών-δορυφόρων της. Ως απάντηση, ιδρύθηκε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1955. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, δεν αναλήφθηκε καμία συγκεκριμένη στρατιωτική δράση από τα μέλη της Συμμαχίας.
Το 1990, προκειμένου να ξεπεραστεί η σοβιετική αντίθεση στη γερμανική επανένωση, ο Γερμανός Καγκελάριος Κολ διαβεβαίωσε τον Γκορμπατσόφ ότι «το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί για να συμπεριλάβει τα σημερινά εδάφη της Ανατολικής Γερμανίας». Ο υπουργός Εξωτερικών Γκένσερ απέστειλε μήνυμα στον Έντβαρντ Σεβαρντνάτζε: «Για μας είναι ένα σταθερό σημείο ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί προς ανατολάς». Παρόμοιες διαβεβαιώσεις δόθηκαν προφορικά και από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μπέικερ. Ο τότε Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα, Τζακ Μάτλοκ, επιβεβαίωσε ότι η Μόσχα είχε λάβει «σαφή δέσμευση» σε αυτό το σημείο. Έτσι η Γερμανία επανενώθηκε και τον Ιούλιο του 1991 το Σύμφωνο της Βαρσοβίας διαλύθηκε στην Πράγα. Αλλά το ΝΑΤΟ όχι, παρόλο που ο ιστορικός εχθρός δεν υπήρχε πλέον. Αντιθέτως, ξεκίνησαν οι πρώτες στρατιωτικές επεμβάσεις, πρώτα στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη και το 2015 με στρατιωτικές ασκήσεις στην Ανατολική Ευρώπη στα σύνορα με τη Ρωσία.
Σημείο καμπής ήταν το 1999, όταν ορίστηκε ένα νέο «στρατηγικό σχέδιο» στη συνεδρίαση της Ουάσιγκτον, μετατρέποντας το αρχικό σύμφωνο άμυνας σε μια ευρύτερη στρατιωτική συμφωνία, συμπεριλαμβάνοντας την προληπτική δράση. Και κυρίως, κατά παράβαση των συμφωνιών του 1990, η Δημοκρατία της Τσεχίας, η Πολωνία και η Ουγγαρία εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ και αργότερα άλλες χώρες, ενσωματώνοντας σχεδόν όλα τα πρώην κράτη-δορυφόρους της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα, το ΝΑΤΟ έχει 30 κράτη μέλη, σε σύγκριση με τα 16 το 1998.
Σε αυτό το σημείο, είναι σαφές ότι ο ισχυρισμός ότι η Ρωσία ακολουθεί μια επιθετική πολιτική, ότι για επεκτατικούς λόγους μεταφέρει στρατεύματα στα ουκρανικά σύνορα, είναι απλώς ένα αφήγημα που αποσκοπεί στην δικαιολόγηση ενός σχεδίου και μιας πρόθεσης που οι ΗΠΑ είχαν κατά νου από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Από την άλλη πλευρά, αν η Ρωσία επρόκειτο να συνάψει στρατιωτική συμμαχία με τις περισσότερες χώρες της Νότιας Αμερικής και στη συνέχεια ήθελε να την επεκτείνει μέχρι το Μεξικό, συμπεριλαμβάνοντας τη δημιουργία στρατιωτικών βάσεων με πυρηνικά όπλα, ποια θα ήταν η αντίδραση των Ηνωμένων Πολιτειών; Ίσως ένας πυρηνικός πόλεμος να είχε ήδη ξεσπάσει. Από αυτήν την άποψη, η Ρωσία ανταποκρίθηκε τις τελευταίες δεκαετίες λογικά σε πολλές προκλήσεις και απέφυγε τις ένοπλες συγκρούσεις με κάθε δυνατό τρόπο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη ακολουθεί πεισματικά την πολιτική των ΗΠΑ, ενάντια στα δικά της συμφέροντα. Η Ρωσία δεν είναι μόνο σημαντική για το φυσικό αέριο, είναι επίσης μια βασική αγορά για την Ευρώπη. Μια πραγματική συνεργασία μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας, στο πλαίσιο μιας ευρασιατικής περιοχής, θα αντιπροσώπευε ευημερία και μεγάλη πρόοδο, όχι μόνο οικονομική. Αλλά αυτό ακριβώς δεν μπορούν να επιτρέψουν οι Ηνωμένες Πολιτείες και έτσι συνεχίζουν να προωθούν τον διχασμό στην Ευρώπη, όχι μόνο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά και εντός των ίδιων των δυτικών χωρών. Δεν θέλουν να δεχτούν ότι ο κόσμος έχει γίνει πολυπολικός και ότι η παγκόσμια αυτοκρατορία τους είναι πλέον εντελώς σε παρακμή.
Αν η Ευρώπη θέλει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πρόοδο και την ειρήνη, πρέπει να έχει μια κοινή εξωτερική πολιτική που θα είναι ανεξάρτητη από την αναχρονιστική ιμπεριαλιστική μανία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως καθίσταται σαφές στη δήλωση Μια Ευρώπη για την Ειρήνη.
Σήμερα, η Ευρώπη πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης στη σύγκρουση στην Ουκρανία: Η Ρωσία πρέπει να αποσύρει τα στρατεύματά της από τα σύνορα, αλλά πρέπει να διασφαλιστεί η μη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Μπορούν οι ευρωπαίοι πολιτικοί, χαμένοι στις εκλογές και τα κομματικά συμφέροντα, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της ιστορίας; Κατανοούν τις καταστροφικές συνέπειες ενός πολέμου μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων; Αντιλαμβάνονται ότι διακυβεύεται το μέλλον της ανθρωπότητας;
Ίσως οι διπλωματικές προσπάθειες της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας να καταφέρουν σήμερα να αποφύγουν προσωρινά την κλιμάκωση της σύγκρουσης, αλλά αυτό δεν θα αλλάξει την καταστροφική κατεύθυνση των γεγονότων.
Είναι καιρός για τους λαούς, τους απλούς ανθρώπους, τους Αόρατους, εκείνους που δεν συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις και δεν εμφανίζονται σε εκπομπές να ακουστεί η φωνή τους κατά του πολέμου και υπέρ της ειρήνης. Ήρθε η ώρα να βγούμε στους δρόμους! Αλλά ακόμα και μια μικρή χειρονομία προς αυτήν την κατεύθυνση είναι σημαντική για να δώσουμε σε εμάς και στα παιδιά μας ένα μέλλον, ένα ανθρώπινο μέλλον όπου θα μπορούμε επιτέλους να γελάμε με τις δυστυχίες που αναγκαζόμαστε να βιώσουμε σήμερα.
Μετάφραση από τα αγγλικά: Pressenza Athens