Ο πόλεμος είναι τραγωδία, έγκλημα και ήττα. Οι πολίτες του κόσμου πρέπει να καταδικάσουν την απόφαση του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν να εγκαταλείψει τον δρόμο της διπλωματίας επιτιθέμενος και αναλαμβάνοντας “ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις” στην Ουκρανία. Οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τροφοδοτούν μια επικίνδυνη κλιμάκωση της βίας.

Γράφει η Katrina vanden Heuvel για το The Nation.

 

Θα πρέπει να παροτρύνουμε όλα τα μέρη να σταματήσουν αμέσως τις εχθροπραξίες, να αποκλιμακώσουν τις επιθέσεις και να αναζητήσουν λύση διά της διπλωματικής οδού, ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο ενός πολέμου πλήρους κλίμακας και μιας αδιανόητης άμεσης σύγκρουσης μεταξύ των δύο μεγαλύτερων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου.

Ο δρόμος προς την ειρήνη και την επίλυση της σύγκρουσης θα υπάρξει εφόσον όλα τα μέρη της κρίσης στην Ουκρανία αναζητήσουν λύση με διπλωματικά μέσα, σεβόμενα το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή σύνορα. Οι ενέργειες του Πούτιν είναι αδικαιολόγητες, αλλά η ευθύνη για αυτή την κρίση είναι ευρύτερα μοιρασμένη. Πολλοί είχαν προειδοποιήσει επανειλημμένα ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας θα προκαλούσε αναπόφευκτα έντονες αντιδράσεις και έχουν επικρίνει τη συνολική απόρριψη των προτάσεων ασφαλείας της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ, καταγγέλλοντας την αλαζονεία που οδηγεί τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να ισχυρίζονται ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν ό,τι θέλουν σε όλο τον κόσμο, ακόμη και σε περιοχές όπως η Ουκρανία, που είναι πολύ πιο σημαντικές για άλλους από ό,τι για τις ΗΠΑ.

Η επέκταση του ΝΑΤΟ παρείχε το πλαίσιο για αυτή την κρίση – ένα γεγονός που συχνά αγνοείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Υπάρχει βαθύτατος παραλογισμός και ανευθυνότητα στο να συζητάμε μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ – όταν διαδοχικοί πρόεδροι των ΗΠΑ και οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ έχουν αποδείξει ότι δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν την Ουκρανία. Αντίθετα, το αίτημα του Πούτιν να παραμείνει η Ουκρανία εκτός ΝΑΤΟ – ουσιαστικά να κωδικοποιηθεί το status quo – περιφρονήθηκε ως παραβίαση της “αρχής” του ΝΑΤΟ να δέχεται όποιον θέλει.

Ένα άμεσο αποτέλεσμα ήταν να ενθαρρυνθεί παράλληλα η ανευθυνότητα στην Ουκρανία. Ο πρόεδρος Βολόντιμιρ Ζελένσκι, όταν έθεσε υποψηφιότητα για την προεδρία της Ουκρανίας το 2019 υποσχέθηκε στους ψηφοφόρους ότι θα ακολουθούσε μια πορεία προς την ειρήνη και θα έβαζε τέλος στον πόλεμο στο Ντονμπάς. Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ωστόσο, η κυβέρνησή του αρνήθηκε να εφαρμόσει τις διατάξεις των Πρωτοκόλλων του Μινσκ του 2015 – που υπογράφηκαν από τη Ρωσία, την Ουκρανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την ΕΕ -, οι οποίες ουσιαστικά θα είχαν εγγυηθεί την ουκρανική κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα με αντάλλαγμα την ουκρανική ουδετερότητα.

Τώρα, δυστυχώς, οι παράνομες ενέργειες της Ρωσίας θα ενθαρρύνουν τα γεράκια και τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς όλων των πλευρών. Ήδη, οι στρατηγοί της πολυθρόνας ζητούν να διπλασιαστεί ο στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ, για να εκμεταλλευτούν τη “στρατηγική ευκαιρία” να αιμορραγήσουν τον Πούτιν στην Ουκρανία, ενώ παράλληλα πιέζουν τους Ευρωπαίους να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις.

Μέσα στα τύμπανα του πολέμου, δεν πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας την ανθρώπινη φρίκη που θα ακολουθήσει, τον μαζικό εκτοπισμό, τις επιπτώσεις των κυρώσεων όχι μόνο στους Ρώσους αλλά και στους πολίτες στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού.

Οι Ουκρανοί στην Ανατολή υποφέρουν ήδη. Αν η Ρωσία καταλάβει τις αυτονομιστικές δημοκρατίες, θα βρεθεί αντιμέτωπη με αέναες διαμάχες και αναταραχές, που θα τροφοδοτούνται από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Και αν επιχειρήσει να καταλάβει ολόκληρη την Ουκρανία, μπορεί να αντιμετωπίσει έναν παρατεταμένο ανταρτοπόλεμο πολύ πιο δαπανηρό από τη σοβιετική πανωλεθρία στο Αφγανιστάν. Οι “τιμωρητικές” κυρώσεις της Δύσης θα πλήξουν τη Ρωσία, τους ολιγάρχες και τους απλούς Ρώσους – αλλά και την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους θεατές της παγκόσμιας οικονομίας. Οι τιμές του πετρελαίου -που έχουν ήδη ξεπεράσει τα 100 δολάρια το βαρέλι- είναι προάγγελος αυτού. Ένας αναζωπυρωμένος και πιο επικίνδυνος Ψυχρός Πόλεμος θα καταστρέψει τους εγχώριους προϋπολογισμούς στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη – και θα απορροφήσει πόρους και προσοχή που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των πανδημιών, της κλιματικής κρίσης και της εξουθενωτικής ανισότητας.

Αυτό που χρειάζεται δεν είναι να βιαστούμε να πάρουμε τα όπλα και να προτάξουμε τις γερακίσιες κραυγές, αλλά να επιστρέψουμε σε εντατικές διαπραγματεύσεις – στα Ηνωμένα Έθνη, στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και στις δυνάμεις που υπέγραψαν τα Πρωτόκολλα του Μινσκ. Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι παραμένουν επιλογές που, αν ακολουθηθούν με καλή πίστη, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την τρέχουσα κρίση σε ειρηνική κατάληξη.

Η κρίση μπορεί και πρέπει τελικά να επιλυθεί με την κήρυξη της ουκρανικής ουδετερότητας και την απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων από το Ντονμπάς. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να επικροτήσουμε την αυτοσυγκράτηση που επέδειξαν τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία και να υποστηρίξουμε ιδιαίτερα τις προσπάθειες του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν για τον τερματισμό της κρίσης. Το ΝΑΤΟ ή ο ΟΑΣΕ θα μπορούσαν να αναλάβουν πολύτιμα την πρωτοβουλία να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη, η οποία θα εμπλέκει τη Ρωσία αντί να την απειλεί και θα καθησυχάζει τους γείτονές της αντί να στρατιωτικοποιεί τις σχέσεις. Αυτό θα μπορούσε λογικά να περιλαμβάνει τον τερματισμό της επέκτασης του ΝΑΤΟ και την επιστροφή στις συνθήκες για τις συμβατικές δυνάμεις στην Ευρώπη και τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ουκρανία δεν θα υπερτερούν ποτέ εκείνων της Ρωσίας – οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δεν μπορούν και δεν θα κερδίσουν έναν πόλεμο στο έδαφος εναντίον της Ρωσίας στην ίδια της την αυλή – οι κυρώσεις είναι απίθανο να επικρατήσουν και μπορεί πράγματι να βλάψουν την αμερικανική οικονομία.

Θα πρέπει να παροτρύνουμε τον Πρόεδρο Μπάιντεν και την κυβέρνησή του να ενθαρρύνουν και, αν χρειαστεί, να βοηθήσουν στη διευκόλυνση του σκληρού αλλά απαραίτητου διπλωματικού έργου που αναλαμβάνουν το Παρίσι και το Βερολίνο.

Αυτό το κείμενο μοιράζονται μαζί μας το Globetrotter και το The Nation.

 


* H Katrina vanden Heuvel είναι διευθύντρια σύνταξης, εκδότρια του The Nation και πρόεδρος της Αμερικανικής Επιτροπής για τη Συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας (ACURA). Αρθρογραφεί σε εβδομαδιαία βάση στην Washington Post και σχολιάζει συχνά την αμερικανική και διεθνή πολιτική για το Democracy Now, το PBS, το ABC, το MSNBC και το CNN. Μπορείτε να τη βρείτε στο Twitter @KatrinaNation.

 


Μετάφραση από τα αγγλικά: Pressenza Athens.