Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την πυρκαγιά στη Μόρια, δημοσιεύουμε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη που πήρε για το αυτολεξεί η Γεωργία Τσατσάνη στη δρ Ευγενία Ηλιάδου. Η δρ Ευγενία Ηλιάδου σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, μάλιστα πρόσφατα το 2019 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή της «Διασυνοριακές βλάβες και καθημερινή βία: τα βιώματα των διασυνοριακώς μετακινούμενων πληθυσμών στην ελληνική νήσο Λέσβο» με υποτροφία από το Τμήμα Εγκληματολογίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο του Ηνωμένου Βασιλείου. Από το 2020 είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Surrey στο Ηνωμένο Βασίλειο, διδάσκοντας σε φοιτητές παράλληλα μαθήματα σχετικά με τις πολιτικές των συνόρων και την καθημερινή βία. Η συνέντευξη παραχωρήθηκε τον Αύγουστο του 2021.

 

Ερώτηση: Η νήσος Λέσβος βρίσκεται στο σταυροδρόμι Ανατολής/Δύσης και Ελλάδας/Τουρκίας, ειδικότερα μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης παλαιότερα και τώρα τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016. Πώς η εθνογραφία σας προσεγγίζει τις βίαιες μετατοπίσεις και την κρατική πολιτική για τους πρόσφυγες;

Πράγματι, η Λέσβος έχει μακρά ιστορία διασυνοριακής διάβασης. Η αναγκαστική μετακίνηση είναι ένα βίωμα για τους Έλληνες, ειδικότερα για τη Λέσβο από τις αρχές του 20ου αιώνα. Εξαιτίας του ελληνοτουρκικού πολέμου και της ανταλλαγής των πληθυσμών, σχεδόν 1.2 εκατομμύριο Μικρασιάτες πρόσφυγες εκτοπίσθηκαν από την Τουρκία προς στην Ελλάδα και σε άλλες γειτονικές χώρες. Στη Λέσβο, ένα ποσοστό 60% επί του συνολικού πληθυσμού είναι απόγονοι των προσφύγων από τη Μικρασία. Από τη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα και η Λέσβος πάλι έγιναν σημαντικές διασυνοριακές πύλες για χιλιάδες βιαίως εκτοπισμένους οι οποίοι έρχονταν από την Αλβανία και εμπόλεμες χώρες, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Ιράν, τη Συρία, την Παλαιστίνη και τη Σομαλία. Από το 2005 εργαζόμουν στο πεδίο σε ΜΚΟ σε κέντρα κράτησης και σε προσφυγικούς καταυλισμούς στη Λέσβο και στην ενδοχώρα παρέχοντας υποστήριξη σε πρόσφυγες. Είμαι η ίδια ποντιακής καταγωγής. Κατάγομαι από οικογένεια που έζησε τη γενοκτονία αναγκαζόμενη να αφήσει τα πάντα και να αναζητήσει καταφύγιο στη Ρωσία.

Αναπόφευκτα, οι αφηγήσεις των βιαίως εκτοπισμένων στη Λέσβο και η δική μου βιωματική εμπειρία ως ερευνήτρια, εργαζόμενη σε ΜΚΟ και ακτιβίστρια ενυπάρχουνε και διερευνώνται μέσα στην εθνογραφία μου. Τα βιώματα αυτά εξετάζονται σε σχέση με την «προσφυγική κρίση» του 2015 και τις συνεχείς εξελίξεις  γύρω από το προσφυγικό ζήτημα. Στην εθνογραφία μου η διασυνοριακή βία, οι διασυνοριακοί έλεγχοι και ο εκτοπισμός εκλαμβάνονται ως ένα συνεχές παρά ως «κρίση».

Ερ.: Η μεγάλη μεταναστευτική ροή προς την Ευρώπη, η επονομαζόμενη «κρίση» του 2015 είναι στο προσκήνιο μετά τις πρόσφατες εξελίξεις με την είσοδο των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Τί ακολουθεί στα επόμενα χρόνια;

Κατ’ αρχήν, όπως προανέφερα, ο όρος «κρίση» που συστηματικά χρησιμοποιείται στον επίσημο λόγο για να αναπαραστήσει τον μεγάλου μεγέθους βίαιο εκτοπισμό  που έλαβε χώρα το 2015, είναι επιφανειακός και ανιστορικός. Αυτές οι απεικονίσεις συχνά αποτελούν (παρ)ερμηνείες του ανθρώπινου πόνου, των μετατοπίσεων, της βίας και του θανάτου – εντός, διαμέσου και εκτός συνόρων – σαν «νέα», «τυχαία», «απρόβλεπτα», αναπόφευκτα «γεγονότα» και τραγικά «ατυχήματα». Ωστόσο, στην Ελλάδα και στη Λέσβο υπάρχει η μακρά ιστορία των βίαιων μετακινήσεων, της (διασυνοριακής) βίας και των διασυνοριακών θανάτων. Όλα αυτά είναι αποτελέσματα θανατηφόρων πολιτικών αποφάσεων που έχουν επιβληθεί από το 1985 με τη Συνθήκη Σέγκεν και έχουν σταδιακά πολλαπλασιαστεί μετά την   προσφυγική «κρίση» του 2015. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η δυστυχία που βλέπουμε να ξεδιπλώνεται στα νότια σύνορα της ΕΕ πρέπει να προσεγγίζεται ως ένα συνεχές – ένα συνεχές της βίας – μέσα στο χρόνο και στον τόπο παρά ως «κρίση». Επιπλέον, ο όρος «κρίση» είναι προβληματικός καθώς συσκοτίζει το γεγονός ότι η πραγματική κρίση ξεκινάει από τις χώρες καταγωγής –τις χώρες απ’ όπου οι πρόσφυγες φεύγουν αρχικά.

Επομένως, η κρίση είναι κυρίως μία κρίση για τους ίδιους τους πρόσφυγες επειδή αναγκάζονται να εκτοπιστούν βίαια από τα σπίτια τους και κυριολεκτικά να δραπετεύσουν από πολέμους, συγκρούσεις, βία και διωγμούς. Το Αφγανιστάν είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το Αφγανιστάν είναι στην επικαιρότητα μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν, όμως τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες οι Αφγανοί πρόσφυγες βιώνουν συνεχώς τη βία, την ανασφάλεια και τον βίαιο εκτοπισμό.

Λαμβάνοντας υπόψη την προρρηθείσα κατάσταση, οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις και εντάσεις στο Αφγανιστάν σε συνδυασμό με τις θανατηφόρες διασυνοριακές πολιτικές έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους ανθρώπους που αναγκάζονται να διασχίσουν τα σύνορα. Απ’ ότι φαίνεται η κατάσταση αυτή θα  συνεχιστεί για ένα μακρύ χρονικό διάστημα. Ίσως γίνει ακόμα πιο έντονη τα επόμενα χρόνια, εάν αναλογιστούμε την ασταθή πολιτική κατάσταση σε χώρες όπως το Αφγανιστάν αλλά και την κλιματική αλλαγή, που προοδευτικά θα αναγκάζει όλο και περισσότερους ανθρώπους να μεταναστεύουνε.

Ερ.: Άραγε, η επώδυνη εμπειρία του προσφυγικού camp είναι το τέλος ή η απαρχή μιας ανθρώπινης οδύσσειας στην Ευρώπη;

Ο πόνος και η βία που βιώνουν οι πρόσφυγες ούτε αρχίζουν ούτε τελειώνουν μέσα στους προσφυγικούς καταυλισμούς και στα κέντρα κράτησης στην Ελλάδα και ειδικά στη Λέσβο. Ο πόνος και η βία αποτελούν αντιθέτως ένα συνεχές. Αναφέρθηκα  νωρίτερα στο συνεχές της βίας, μια έννοια που έχει τις ρίζες της στην Κοινωνική Ανθρωπολογία της Βίας. Τούτη είναι μία ενδιαφέρουσα έννοια που όχι μόνο εστιάζει στις βαθιές ιστορικές ρίζες της (διασυνοριακής) βίας, αλλά επίσης εμφατικοποιεί ότι η βία και ο πόνος των προσφύγων αρχίζει από τις χώρες καταγωγής τους εξαιτίας του πολέμου, των συγκρούσεων, της βίας, της ένδειας και της σοβαρότατης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η βία και ο πόνος συνεχίζουνε όσο οι πρόσφυγες είναι καθ’ οδόν διασχίζοντας τα πολλαπλά χερσαία και θαλάσσια διασυνοριακά περάσματα που οδηγούν στην Ευρώπη.  Επιπλέον, η βία και ο πόνος συνεχίζουνε και μετά τη διέλευση του συνόρου, ακόμα και όταν οι πρόσφυγες καταφέρουνε να φτάσουνε στην Ευρώπη ζωντανοί εξαιτίας των απάνθρωπων, σοκαριστικών, και εξευτελιστικών συνθηκών μέσα στις οποίες αναγκάζονται  να ζούν στους χώρους υποδοχής και κέντρα κράτησης. Παράλληλα, οι πρόσφυγες βιώνουν γραφειοκρατική βία, επειδή οι πολλαπλές διαδικασίες που πρέπει να ακολουθήσουν (λ.χ. εγγραφή, ταυτοποίηση, άσυλο κτλ) είναι αντιφατικές, δαιδαλώδεις, Καφκικές και συχνά μακρόχρονες, αναπαράγοντας μια συνεχή αναμονή και πόνο. Ωστόσο, η βία και ο πόνος δεν τερματίζουνε εδώ, αλλά συνεχίζουνε στις βόρειες χώρες της ΕΕ. Όσο οι προηγμένες και ευημερούσες χώρες της ΕΕ εφαρμόζουν εχθρικές, βίαιες και αντι-μεταναστευτικές αποτρεπτικές πολιτικές, τόσο οι πρόσφυγες εκτίθενται σε επιπρόσθετη βία, σε κράτηση και τελικά απέλαση.

Ερ.: Πώς η μετατόπιση των νέων προσφύγων με τους οποίους συνεργαστήκατε υποβαθμίζεται ως ζήτημα σε σύγκριση με τα προβλήματα καθημερινής επιβίωσης που συχνά ξεπερνάνε κάθε φαντασία;

Όπως ανέφερα προηγουμένως, οι πρόσφυγες βιώνουν πολλαπλές μορφές βίας και πόνου τόσο στις χώρες καταγωγής, όσο και όταν είναι καθ’ οδόν και διασχίζουν  τα σύνορα, μόνο και μόνο για να βρεθούν αντιμέτωποι  με βία και εξαθλίωση ξανά στην Ευρώπη. Δεν είμαι σίγουρη εάν ο εκτοπισμός γίνεται ένα ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας σε σύγκριση με τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν μέσα στις προσφυγικές δομές στις χώρες φιλοξενίας. Πέραν των άθλιων συνθηκών υποδοχής, η καθημερινή ζωή των προσφύγων στη Λέσβο καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη, δεδομένης μιας αύξησης του ρατσισμού και της βίας από ένα μέρος της τοπικής κοινωνίας. Η κατάσταση των προσφύγων στη Λέσβο είναι γνωστή και ευρέως καταγράφεται και παρουσιάζεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια. Ο βίαιος ξεριζωμός είναι μια επώδυνη εμπειρία, όμως ο πόνος οξύνεται εξαιτίας των τρομακτικών, απάνθρωπων, εξευτελιστικών και επιζήμιων συνθηκών διαβίωσης μέσα στα προσφυγικά camps. Αυτό που μου προκαλεί ιδιαίτερη  εντύπωση είναι η υπερβολική γραφειοκρατία, το διαδικαστικό χάος, η ασυνέπεια και η αβεβαιότητα, και οι ατελείωτες ουρές αναμονής των προσφύγων, οι ψυχικά εξαντλητικές διαδικασίες που οι πρόσφυγες υπομένουνε για όσο ζούνε στις προρρηθείσες τοποθεσίες. Η ασυνέπεια, το χάος και η υποβάθμιση, κατά τη γνώμη μου, είναι μία σκόπιμη και καλοσχεδιασμένη πολιτική αποθάρρυνσης, ώστε οι ζωές των προσφύγων να γίνονται αβίωτες μέσω ενός διαρκούς επιβεβλημένου πόνου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, πολλοί πρόσφυγες αναγκάζονται να αποσύρουνε τα αιτήματα ασύλου και είτε διασχίζουν ξανά τα σύνορα επιλέγοντας επικίνδυνα μονοπάτια, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες είτε «εθελοντικά» επαναπατρίζονται στις χώρες καταγωγής τους.

Ερ.: Η έμφυλη βία επίσης συχνά επιβάλλεται από τα δίκτυα εμπορίας των ανθρώπων. Αναμφίβολα, η χώρα μας είναι ένα καλό παράδειγμα. Πόσα γνωρίζουμε για το trafficking στην Ελλάδα;

Η έμφυλη βία συνιστά μία σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μη-αναλογικά βλάπτει τους LGBTQ+, τις γυναίκες και τα κορίτσια. Ωστόσο, στις περιπτώσεις της αναγκαστικής εκτόπισης, το ρίσκο έκθεσης σε έμφυλη βία είναι απείρως υψηλότερο. Όπως προανέφερα οι πρόσφυγες από την κοινότητα LGBTQ+, οι γυναίκες και τα κορίτσια βιώνουνε πολλαπλές μορφές βίας στις χώρες προέλευσης. Για παράδειγμα, τελευταία όλοι διαβάζουμε και ακούμε στα ΜΜΕ για την έμφυλη βία που βιώνουν οι γυναίκες και τα κορίτσια στο Αφγανιστάν. Η βία αυτή συνεχίζει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ευρώπη αλλά και μέσα στις πρόχειρες προσφυγικές δομές. Κάτι που είναι ανησυχητικό είναι η κλιμάκωση της σεξουαλικής βίας που παράγεται στα σύνορα. Για να είμαι σαφής εκείνο που τεκμαίρω όλα αυτά τα χρόνια είναι η σημαντική κλιμάκωση των διασυνοριακών βιασμών. Όσο οι διασυνοριακοί έλεγχοι, η προστασία και η στρατικοποίηση των συνόρων προοδευτικά πληθαίνουνε και επεκτείνονται εκτός της ΕΕ, το ταξίδι των προσφύγων γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο και πιο ακριβό, ενώ οι πρόσφυγες καθίστανται ακόμα πιο εξαρτημένοι από διαμεσολαβητές και διακινητές οι οποίοι διευκολύνουν το ταξίδι προς την Ευρώπη. Εξαιτίας των υπερτιμημένων ταξιδιών, οι πρόσφυγες υπερχρεώνονται σε διαμεσολαβητές και σε διακινητές για να χρηματοδοτήσουνε το ταξίδι και για να διασφαλίσουνε μία θέση σε ένα αυτοκίνητο, ένα φορτηγό ή τη βάρκα που τους πηγαίνει στην Ευρώπη.  Αυτή η κατάσταση γεννά μια ασύμμετρη σχέση ισχύος και εξάρτησης των προσφύγων από όσους τους διευκολύνουν υπό τη μορφή ενός χρέους που όμως δημιουργεί την εξής υποχρέωση: αυτό οφείλει να ξεπληρωθεί. Στην έρευνά μου έχω καταγράψει ποικίλες μορφές χρέους τέτοιου είδους. Μία μορφή είναι το σεξουαλικό χρέος ή ο βιασμός.

Οι LGBTQ+, οι γυναίκες και τα κορίτσια πρόσφυγες που δεν μπορούν να πληρώσουν τους διαμεσολαβητές και τους διακινητές εκβιάζονται συστηματικά σε  εξαναγκαστικό σεξ ή βιάζονται από διασυνοριακό σταθμό σε διασυνοριακό σταθμό, πριν και μετά το ταξίδι, κατά τη διάρκεια της διαδρομής ακόμη μέσα στη βάρκα από τους διακινητές, τους διασυνοριακούς φύλακες και άλλους μεσάζοντες ώστε να τους επιτραπεί να περάσουνε τα σύνορα.

Ωστόσο, αυτή η μορφή βίας δεν τερματίζει εδώ, δηλαδή όταν κάποιος περάσει τα σύνορα. Η σεξουαλική βία είναι ενδημική στους προσφυγικούς καταυλισμούς και στα κέντρα κράτησης στην Ελλάδα γιατί οι προσφυγικοί πληθυσμοί συστηματικώς εγκαταλείπονται μέσα σε επιζήμια περιβάλλοντα που όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά επίσης δημιουργούν τις συνθήκες για φρικτές πράξεις βίας να συμβαίνουν. Ως προς αυτό υπάρχουν πολυάριθμες αναφορές από Διεθνείς Οργανισμούς για βιασμούς και σεξουαλική βία στα κέντρα κράτησης και ταυτοποίησης των προσφύγων.

Ερ.: Οι διασυνοριακώς μετακινούμενοι πληθυσμοί ουσιαστικά έχουν δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή αντιπαράθεση αποδεικνύοντας πόσο απροετοίμαστες ήτανε οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποδέχονται τόσους πληθυσμούς από την Ασία και άλλες μουσουλμανικές χώρες. Πώς η θρησκεία επηρεάζει την καθημερινή ζωή των προσφύγων στην Ελλάδα και στην Καθολική Ευρώπη;

Παρόλο που είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω εν συντομία, οφείλω να ομολογήσω πώς όλα αυτά τα χρόνια που υποστηρίζω και συνομιλώ με πρόσφυγες, ουδέποτε η θρησκεία των Ευρωπαίων αποτέλεσε ουσιαστικό πρόβλημα για αυτούς. Εικάζω ότι μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Εννοώ πως οι χώρες όπου φιλοξενούνται και μέρος των τοπικών κοινωνιών συχνά αντιλαμβάνονται τους πρόσφυγες και τη θρησκεία τους ως απειλή ή/και ως πρόβλημα με αποτέλεσμα να καταπιέζουν συστηματικά τους πρόσφυγες. Επί παραδείγματι, οι πρόσφυγες καλούνται να ασκήσουνε τις θρησκευτικές τελετουργίες τα ήθη και τα έθιμά τους σε βρώμικους, υποβαθμισμένους και πολυπληθείς χώρους καθώς δεν υπάρχει ιδιαίτερη μέριμνα για την ίδρυση χώρων λατρείας στους καταυλισμούς και στα κέντρα κράτησης ούτε στην ελληνική ενδοχώρα, ούτε στα νησιά.

Ένα ακόμα παράδειγμα θρησκευτικής καταπίεσης που υφίστανται οι πρόσφυγες είναι στην περίπτωση κηδειών καθώς η επιτέλεση των κηδειών, της ταφής και τελετουργιών δεν γίνονται σωστά και συνεπώς θίγεται η μνήμη του νεκρού και η αξιοπρέπεια τόσο του νεκρού όσο και των συγγενικών του προσώπων ακόμα κι ολόκληρων κοινωνιών. Η ανθρωπολόγος Mary Douglas με τη δουλειά της έχει δείξει ότι η απουσία των ταφικών εθίμων και τελετουργιών μπορεί να προκαλέσει κοινωνική βλάβη και πόνο ακόμη και πάνω στους ζωντανούς γιατί θεωρείται αμαρτία να μην τελούνται οι θρησκευτικές τελετές με τον αρμόζοντα τρόπο. Επομένως, οι κοινότητες, οι χώρες που φιλοξενούν τους πρόσφυγες συχνά προκαλούνε μία πολιτισμική βία που καταπιέζει τους προσφυγικούς πληθυσμούς.

Επιπλέον, όσο συγκρούσεις, η βία και οι  βίαιοι εκτοπισμοί κλιμακώνονται μερικές ευρωπαϊκές χώρες υποδέχονται δυσανάλογες εισροές προσφύγων. Κατά τα τελευταία χρόνια είμαστε μάρτυρες ανόδου της ισλαμοφοβίας, της εχθρότητας, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.  Η Λέσβος είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα όπου μέρος της τοπικής κοινωνίας συχνά στοχοποιεί τους πρόσφυγες, καθώς επίσης  και μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων, εθελοντές και ακτιβιστές. Από αυτή την άποψη, οι πρόσφυγες εκτίθενται στην κρατική βία, και στις απάνθρωπες συνθήκες υποδοχής, όπως επίσης στην εχθρότητα και στην καθημερινή βία από ντόπιους καθημερνούς πολίτες. Τα παραπάνω συμβαίνουνε επειδή οι πρόσφυγες συχνά γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι για ποικίλα προβλήματα που ήδη αντιμετωπίζει η κοινότητα όπου φιλοξενούνται (λ.χ. ανεργία, εγκληματικότητα). Κατά την άποψή μου, είναι σημαντικό για εμάς να ευαισθητοποιήσουμε τις τοπικές κοινωνίες ώστε να γίνει σαφές πως τα προβλήματα εξαιτίας της μετανάστευσης είναι το αποτέλεσμα των διαφόρων διασυνοριακών πολιτικών. Αυτές οι πολιτικές γεννούν φτώχια, ένδεια, περιθωριοποίηση και κοινωνικό αποκλεισμό στους προσφυγικούς πληθυσμούς και μέρος των προσφύγων συχνά καταφεύγουν σε μικροκλοπές προκείμενου να επιβιώσουν.

Ερ.: Σε κάθε περίπτωση, η βία είναι παρούσα. Τα εγκλήματα είναι είτε από την πλευρά των μεταναστών είτε από την κρατική αλληλεγγύη. Πώς ο εθνογράφος τα διαχειρίζεται αυτά, πράγματι ο ερευνητής είναι εύκολο να ξεπερνάει πάντα τα εμπόδια;

Όπως ανέφερα παραπάνω οι ακραίες διασυνοριακές πολιτικές που έχουνε εφαρμοστεί ως επακόλουθο της προσφυγικής κρίσης το 2015 στην Ελλάδα και στη Λέσβο έχουνε δημιουργήσει ένα επιζήμιο πλαίσιο για τους πρόσφυγες. Από τη μία πλευρά, οι πρόσφυγες παραμένουν εγκλωβισμένοι σε προσφυγικά camps ή σε άλλες δομές φιλοξενίας εντός της Λέσβου βιώνοντας ένα συνεχές αδιέξοδο, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να ενσωματωθούν πλήρως στην τοπική κοινωνία. Οι βιαίως εκτοπισμένοι πληθυσμοί δεν μπορούνε ούτε να εργαστούνε, ούτε να πάνε στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο κι ως εκ τούτου είναι εξαρτημένοι από τα  προγράμματα χρηματικής βοήθειας αλλά από  τις διάφορες ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στο νησί. Από την άλλη πλευρά, οι συνθήκες στους χώρους υποδοχής είναι επιζήμιες, εξευτελιστικές και συχνά οδυνηρές. Αυτή η κατάσταση οδηγεί μερικούς πρόσφυγες που βιώνουν συνθήκες ένδειας και αβεβαιότητας να προβούν σε πράξεις που δεν θα έκαναν διαφορετικά προκειμένου να επιβιώσουν.

Επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου συνάντησα γυναίκες οι οποίες έχουνε υποστεί βιασμό με αποτέλεσμα να επέλθει ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, όμως εκείνες δεν προέβησαν σε έκτρωση προκειμένου να αναγνωριστούν ως ευάλωτες από τις αρχές και με τον τρόπο αυτό να τις επιτραπεί να ταξιδέψουν προς την ενδοχώρα ή την Ευρώπη. Επίσης, υπήρχαν περιπτώσεις προσφύγων που έκαναν καταναγκαστικό σεξ μέσα κι έξω από τον καταυλισμό, κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών ή που διέπρατταν μικροεγκλήματα. Παρά την κυρίαρχη αναπαράσταση των προσφύγων ως εγκληματιών πρέπει να γίνει αντιληπτό πώς η διαχείριση της μετανάστευσης, οι ίδιες οι διασυνοριακές πολιτικές, αυτές παράγουν πόνο και ανέχεια με το να ωθούν τους πρόσφυγες σε ένδεια και απόγνωση.

Μέσα από αυτή την οπτική, οι πρόσφατοι εμπρησμοί που κατέστρεψαν το hotspot στη Μόρια (τον γνωστό καταυλισμό της Μόριας) πρέπει επίσης να γίνουν αντιληπτοί ως πράξεις απόγνωσης και αντίδρασης ενάντια στον υπερβολικό πόνο και την κοινωνική βλάβη που προκαλείται στους πρόσφυγες από το κράτος. Δηλαδή όλα αυτά πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα που παράγονται από συγκεκριμένες κρατικές και Ευρωπαϊκές πολιτικές στα σύνορα. Παρομοίως με την εγκληματικοποίηση των μεταναστών, οι άνθρωποι οι οποίοι βοηθούν και υποστηρίζουν τους πρόσφυγες (λ.χ. εθελοντές, εργαζόμενοι σε ΜΚΟ, ακτιβιστές) ενίοτε στοχοποιούνται από το κράτος με παρόμοιο τρόπο. Αυτή η διαδικασία συχνά ονομάζεται εγκληματικοποίηση της αλληλεγγύης. Διαμέσου αυτής της διαδικασίας, οι εργαζόμενοι σε ΜΚΟ, οι οποίοι έχουν ενεργή ανάμειξη στη διάσωση στα θαλάσσια σύνορα, συχνά κατηγορούνται από το κράτος για διακίνηση.

Ως εργαζόμενη σε ΜΚΟ μπορώ να επιβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία την εγκληματοποίηση αυτού του τύπου καθώς οι αρχές με είχαν εκφοβίσει και στοχοποιήσει ομοιοτρόπως. Δημοσίως έχω μιλήσει γι’ αυτές τις εμπειρίες και μάλιστα τις έχω ενσωματώσει στην ανάλυσή μου. Κατά την άποψή μου, ο εθνογράφος οφείλει να διερευνά, να αναλύει και με τρόπο ενεργητικό να προκαλεί αυτές τις συστηματικές κρατικές πολιτικές όταν τις καταγράφει στη διάρκεια της έρευνας, όταν μαρτυρεί να ξεδιπλώνονται μπροστά του στο πεδίο. Επιπλέον, πιστεύω πως ως εθνογράφοι και ως κοινωνικοί επιστήμονες έχουμε την ηθική υποχρέωση και την ευθύνη να προκαλούμε αυτές τις πρακτικές όπως επιζήμια επιβάλλονται, κυρίως σε ανθρώπους εκτοπισμένους βιαίως.

Ερ.: Η στρατικοποίηση των προσφυγικών καταυλισμών στη Λέσβο όχι μονάχα στη Μόρια αλλά και στην Παγανή και σήμερα στο Καρα-Τεπέ έχει μετατρέψει την ουτοπία της Ευρώπης σε δυστοπία κι όπως επισημαίνετε ενίοτε μοιάζει σαν ένας καφκικός λαβύρινθος. Υπάρχει δρόμος διαφυγής;

Πράγματι, η κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες στην Ευρώπη τώρα είναι μία δυστοπία. Οι πρόσφυγες διαφεύγουν λόγω της βίας από τις πατρίδες τους και συχνά βιώνουν βία και πόνο μέσα στους χώρους υποδοχής και στα κέντρα κράτησης στην Ελλάδα, αλλά ακόμα και σε πιο εύπορες χώρες της Δύσης. Η άποψή μου είναι ότι δύο είναι οι πιθανοί τρόποι εξόδου από την παρούσα κατάσταση: η μία προσέγγιση είναι να δημιουργηθούμε ασφαλείς δίοδοι για τους πρόσφυγες και η έτερη επιλογή είναι η  κατάργηση των συνόρων.

Από τη μία πλευρά, η επιλογή του ασφαλούς διαύλου συχνά χρησιμοποιείται από άτομα που υποστηρίζουνε τους πρόσφυγες, όπως επίσης και από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις που συνηγορούν στο άνοιγμα νομίμων οδών προκειμένου οι πρόσφυγες να φτάνουν με ασφάλεια στην Ευρώπη. Ένα ασφαλές πέρασμα περιλαμβάνει τη διευκόλυνση της μεταφοράς των προσφύγων προς και μέσα στην ΕΕ. Επιπρόσθετα, το ασφαλές πέρασμα περιλαμβάνει την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας και εύκολης πρόσβασης στις διαδικασίες για το άσυλο στα σημεία εισόδου και κατά μήκος των διασυνοριακών οδών, όπως επίσης της διασφάλισης των αξιοπρεπών συνθηκών υποδοχής. Το ασφαλές πέρασμα κυρίως σηματοδοτεί μια εναλλακτική, πιο ανθρώπινη προσέγγιση ενάντια στην τωρινή συνοριακή πολιτική.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το επιχείρημα υπέρ της κατάργησης των συνόρων και των τόπων εγκλεισμού. Το κύριο επιχείρημα είναι ότι όλες οι, καταπιεστικές, ακραίες, στρατιωτικές και αποτρεπτικές παρεμβάσεις, εντός και πέραν των συνόρων, ενισχυμένες στο όνομα της «κρίσης», της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης στο χρόνο και στο χώρο δικαιολογούν, στην ουσία νομιμοποιούν και κανονικοποιούν τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον πόνο ακόμα και τις δολοφονίες προσφύγων, καθιστώντας υπαρκτή τη δυστοπία των συνόρων. Ασφαλώς, αυτές οι ακραίες διασυνοριακές πολιτικές και πρακτικές –το καθεστώς των συνόρων– έχουν δημιουργήσει ένα «διασυνοριακό τοπίο δυστοπίας» που συνειδητά επιβάλλει πόνο με το να κάνει τις ζωές των προσφύγων αβίωτες.

Το συνεχές των παρεμβάσεων έχει ήδη οξύνει την κοινωνική βλάβη που υφίστανται οι προσφυγικοί πληθυσμοί, στους χώρους υποδοχής και στα κέντρα κράτησης  καθώς εκεί οι ζωές των ανθρώπων αντί να προστατεύονται τίθενται σε συνεχή κίνδυνο.  Άρα, το πραγματικό πρόβλημα είναι το σύνορο.  Ως εκ τούτου, η κατάργηση των συνόρων είναι μία προσέγγιση που επιχειρηματολογεί ενάντια στη διασυνοριακή δυστοπία και τάσσονται υπέρ της ελεύθερης κινητικότητας και της κατάργησης των συνόρων, των ελέγχων, των περιορισμών και των κέντρων κράτησης προσφύγων.

Ερ.: Μία παράμετρος στην ψυχολογία του πλήθους είναι η νησιωτική απομόνωση που οδηγεί στο μοντέλο «Νησί-Δεσμωτήριο». Πράγματι, η Λέσβος είναι μια μεταμοντέρνα φυλακή;

Στη δουλειά μου δεν χρησιμοποιώ τη θεωρία της ψυχολογίας του πλήθους και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζω ανθρώπους οι οποίοι έχουν εκτοπιστεί βιαίως και κρατούνται σε χώρους υποδοχής και σε κέντρα κράτησης σε άθλιες συνθήκες ως «πλήθος» ή «όχλο».

Οι πρόσφυγες συστηματικά αναπαριστώνται υποτιμητικά στον επίσημο λόγο με τους όρους «όχλος», «ορδές», «αριθμοί» ή «κύματα», όμως αυτοί είναι όροι απανθρωποποίησης.

Επιπλέον, μέσα στα ίδια τα camps οι πρόσφυγες αποπροσωποποιούνται και απανθρωποποιούνται ακόμα πιο πολύ καθώς γίνονται αντιληπτοί ως μάζα ή αριθμοί. Ενάντια στην προρρηθείσα απανθρωποποίηση, στην έρευνα μου δίνω έμφαση στην αυτενέργεια των προσφύγων, τις βιωμένες τους εμπειρίες, την αυτονομία και κυρίως τις ποικίλες μορφές αντίστασης.

Επιπρόσθετα, η χρήση των νησιών σαν φυλακές, τόποι περιορισμού και μηχανισμοί φιλτραρίσματος ή ελέγχου στο όνομα της δημόσιας τάξης και του κοινωνικού ελέγχου έχει πράγματι μια μακρά ιστορία. Η φεμινίστρια γεωγράφος Alison Mountz ισχυρίζεται πώς τα νησιά έχουν εργαλειοποιηθεί κυριολεκτικά, μεταφορικά και συχνά μετατρέπονται σε ένα μοντέλο αρχιτεκτονικής ή αλλιώς σε ένα «αρχιπέλαγος αποκλεισμού» όπου άνθρωποι συστηματικώς βιώνουν αποκλεισμό, ελάχιστη πρόσβαση σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, και εξαιρετικά προβληματική παροχή διεθνούς προστασίας.

Στην Ελλάδα, τα νησιά έχουν μια μακρά ιστορία ως χωρικές και χρονικές φυλακές αφού κάποια από αυτά έχουνε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν ως φυλακές, ως ζώνες καραντίνας και απομόνωσης, εκτοπισμών και περιορισμού όσων είναι ανεπιθύμητοι·  οι λεπροί (η νήσος Σπιναλόγκα στην Κρήτη), οι ψυχικώς νοσούντες (στη νήσο Λέρο στα Δωδεκάνησα) και οι εξόριστοι αριστεροί από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά από το 1936 έως το 1941 (στα νησιά Γαύδος, Ανάφη, Κάρπαθος, Λέρος και στη Λέσβο). Μερικά νησιά συνέχισαν να αποτελούν φυλακές στη διάρκεια της δικτατορίας ανάμεσα στο 1967 και έως το 1974. Στο παρελθόν τα νησιά χρησίμευαν για την απομόνωση και τον περιορισμό όσων θεωρούνταν επικίνδυνοι για «μόλυνση» ή «τοξικότητα» του πληθυσμού είτε από κάποια νόσο είτε λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ωστόσο, από το 1985 με τη Συνθήκη του Σέγκεν –όταν προοδευτικά η ιδέα της Ευρώπης ως φρουρίου υλοποιείται, ενισχύεται και επεκτείνεται– τα ελληνικά νησιά έχουνε ήδη χρησιμοποιηθεί συστηματικά ως παράκτιες περιοχές διασυνοριακού ελέγχου, διαχείρισης, απομόνωσης, περιορισμού και εκτοπισμού των «ανεπιθύμητων».

Κατά την άποψή μου επομένως, η Λέσβος δεν είναι μια μεταμοντέρνα φυλακή. Άρα μέχρι ενός σημείου, όταν χρησιμοποιώ τη μεταφορά της Λέσβου ως ένα Νησί-Φυλακή, έχω πάντοτε υπόψη την προρρηθείσα χρήση των νησιών σε όλο το ιστορικό φάσμα.

Ερ.: Η Διατριβή σας παράγει θεωρία και σαφέστατα είναι μία εξαιρετική εθνογραφία. Ήσασταν η απολύτως κατάλληλη ερευνήτρια για το αντίστοιχο θέμα με ένα συμπαγές γνωστικό υπόβαθρο σε δύο σοβαρές κοινωνικές επιστήμες, καθώς έχετε σπουδάσει τόσο Κοινωνιολογία όσο Κοινωνική Ανθρωπολογία, σε σημαντικά ελληνικά ακαδημαϊκά ιδρύματα, προτού εκπονήσετε τη διδακτορική διατριβή σας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ποια είναι τα μελλοντικά ερευνητικά σχέδιά σας στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής;

Είμαι μεταδιδακτορική ερευνήτρια και διεξάγω μια εθνογραφική έρευνα για τη βία, την ευαλωτότητα και τις τραυματικές εμπειρίες των προσφύγων σε χώρους υποδοχής στην Ελλάδα. Είμαι μέλος στο Border Criminologies στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ένα διεθνές δίκτυο που αποτελείται από ερευνητές, επαγγελματίες και όσους έχουνε βιώσει τον διασυνοριακό έλεγχο.

Ταυτόχρονα ασχολούμαι με μία ταινία μικρού μήκους, όπου αφηγούμαι τα βιώματα από κέντρα κράτησης με φωτογραφίες, ποιήματα και ζωγραφιές των ίδιων των προσφύγων. Μέσα στα επόμενα χρόνια, ο στόχος μου είναι να κάνω περισσότερη επιτόπια έρευνα επικεντρώνοντας την έρευνά μου στις καθημερινές εμπειρίες των προσφύγων, τη μετανάστευση και τη διασυνοριακή βία. Επιπλέον, σκοπεύω να κάνω περισσότερο γνωστή την έρευνά μου σε ακαδημαϊκό και σε μη-ακαδημαϊκό κοινό, και σίγουρα να συνεχίσω να διδάσκω στους φοιτητές μου για θέματα μεταναστευτικής πολιτικής.


Περισσότερα για το Border Criminologies στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης: ΕΔΩ.

Εάν θα θέλαμε να παραφράσουμε τον Bronislaw Malinowski, τότε η Ευγενία συνάντησε τους δικούς μας δεσμώτες στο Ανατολικό Αιγαίο, καθώς έζησε στη Λέσβο όπου εργάστηκε σε Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, προσφέροντας κοινωνική στήριξη ως κοινωνιολόγος. Η δρ Ηλιάδου Ευγενία είναι σήμερα μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο διακεκριμένο στις κοινωνικές επιστήμες University of Surrey στο Ηνωμένο Βασίλειο και σύντομα θα δημοσιεύσει τη μονογραφία της σχετικά με τη βία στα σύνορα στον εκδοτικό οίκο Bristol University Press.

Μπορείτε να βρείτε το αρχικό άρθρο εδώ