Στα τέλη του 2021 το κίνημα κατά της πυρηνικής ενέργειας στη Γερμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη είχε μερικούς καλούς λόγους για να χαίρεται. Οι γερμανικοί πυρηνικοί αντιδραστήρες Brokdorf, Grohnde and Gundremmingen C έκλεισαν στις 31 Δεκεμβρίου και η πρόβλεψη για τους επόμενους τρεις αφορούσε το κλείσιμό τους επίσης μέσα στο 2022. Όλο αυτό αφορούσε την υλοποίηση του γερμανικού σχεδίου αποχώρησης από την πυρηνική ενέργεια, που είχε αρχικά σχεδιαστεί επί Μέρκελ και το οποίο ολοκλήρωνε η συγκυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών – Πρασίνων – Φιλελεύθερων. Το 2021, οι έξι πυρηνικοί σταθμοί συνέβαλαν στην παραγωγή του 12% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) συνέβαλαν κατά 41%, ο άνθρακας κατά περίπου 28% και το φυσικό αέριο κατά 15%. Ο στόχος ήταν οι ΑΠΕ να φτάσουν το 80% της παραγωγής ενέργειας για τη χώρα.
Η οικονομική κρίση που ταλαιπωρεί πλέον όλο και περισσότερους Γερμανούς σε συνδυασμό με την ενεργειακή φτώχεια που προκύπτει από τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας αλλά και την κλιματική κρίση, η οποία αναμένεται να ρίξει τις χειμερινές θερμοκρασίες φέτος συνιστούν πονοκέφαλο για την γερμανική κυβερνητική συμμαχία και ειδικά για το πράσινο κομμάτι του συνασπισμού της. Σε συνέντευξη που έδωσε στην Süddeutsche Zeitung του Μονάχου ο “πράσινος” γερμανός υπουργός οικονομικών και ενέργειας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, δήλωσε για τα ενεργειακά και οικονομικά αποθέματα της χώρας: «Όταν οι τιμές αυξάνονται, το κράτος έχει αυτόματα περισσότερα έσοδα – πχ από τον ΦΠΑ στην ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο. Αυτά τα χρήματα πρέπει να χρησιμοποιούνται για ελάφρυνση. Δεν είναι μυστικό, πιστεύω δηλαδή ότι ορισμένες εταιρείες που αποκομίζουν μεγάλα κέρδη εξαιτίας του πολέμου θα μπορούσαν να συμβάλουν περισσότερο. Έχει ξεκινήσει μια κριτική συζήτηση επ’ αυτού. Όμως αν διερωτώμαστε κατά πόσον υπάρχουν επαρκή χρήματα, θα ήθελα να επισημάνω: λεφτά υπάρχουν. Xρήματα δηλαδή που δεν περίμεναν καν εταιρείες ή φορείς εκμετάλλευσης ενεργειακών συστημάτων ότι θα αποκόμιζαν. Μέρος αυτών θα πρέπει να μπορεί να αξιοποιηθεί για την ελάφρυνση των καταναλωτών.»
Σε ερώτηση για το θέμα της εφαρμογής του σχεδίου αποπυρηνικοποίησης της ενέργειας δήλωσε: «Η συζήτηση για τους πυρηνικούς σταθμούς δεν πρέπει να αποκρύβει το γεγονός ότι οφείλουμε να καταβάλουμε τεράστιες προσπάθειες για να επιτύχουμε εξοικονόμηση φυσικού αερίου. Οι πυρηνικοί σταθμοί δεν κάνουν τη διαφορά. Αυτό που ελέγχουμε ξανά και ξανά είναι η σταθερότητα του ηλεκτρικού δικτύου κάτω από ακραίες υποθέσεις. Αυτό είναι το stress test που κάνουμε». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της DW τα αποτελέσματα των δοκιμών αυτών αναμένονται «σε μερικές εβδομάδες» και όχι στις 30 Δεκεμβρίου. Σαφώς μια αποτυχία του σχεδίου ενεργειακής αποπυρηνικοποίησης θα βαρύνει όλο το κυβερνητικό σχήμα, θα αποτελέσει όμως ένα καίριο πλήγμα ειδικότερα στο κόμμα των Πράσινων, το οποίο από την ίδρυσή του το 1980 έχει τις ρίζες του στο αντιπυρηνικό κίνημα διεκδικώντας, εδώ και δεκαετίες, έναν κόσμο ελεύθερο από πυρηνικά. Ένας λόγος παραπάνω το γεγονός ότι σήμερα κατέχει τη διακυβέρνηση των υπουργείων και των υπηρεσιών που εμπλέκονται σε μια τέτοια απόφαση.